25.3.11

Ο ΠΑΠΑΦΛΕΣΑΣ ΠΥΡΠΟΛΕΙ ΤΟΝ ΜΩΡΗΑ– Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΛΑΜΠΑΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ



*Ο Παπαφλέσας
 Γράφει ο δημοσιογράφος Ανδρέας Μακρίδης
Την ώρα που ο Υψηλάντης βρίσκεται αντιμέτωπος με την άρνηση της Ρωσίας να συνδράμει στην εθνική υπόθεση, το σχέδιό του σε ό,τι αφορά τον Μωρηά προχωρά κανονικά. 
Ο οθωμανικός στρατός έχει εγκαταλείψει κατά το μεγαλύτερο μέρος του την Πελοπόννησο, προκειμένου να αντιμετωπίσει το κίνημα του Αλή πασά, το οποίο έχει υποδαυλίσει για λογαριασμό των Φιλικών, ο Ιωάννης Παπαρηγόπουλος. Οι απεσταλμένοι του Υψηλάντη, έχουν ήδη καταφθάσει στην Ελλάδα. Ο ένας, ο Δημήτριος Θέμελης, προορίζεται για τα νησιά του Αιγαίου– και κατορθώνει να συστήσει Εφορία της Φιλικής Εταιρείας στα Ψαρά, αλλά θα προδοθεί και θα αναγκαστεί να κρυφτεί στην Πάτμο. Ο δεύτερος, προορίζεται για την ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι ο πλέον κατάλληλος για ν’ ανάψει φωτιές όπου βρεθεί και ο πλέον ακατάλληλος προκειμένου να ενώσει τους ανθρώπους που θα συναντήσει. Το όνομά του είναι Γεώργιος Δικαίος- Φλέσας και δεν τον σταματάει τίποτα.

Το σακίδιο του δήθεν «πατριαρχικού Εξάρχου» Γρηγορίου Δικαίου, κατά κόσμον Γεωργίου Φλέσα, δεν περιέχει μονάχα τις συστατικές επιστολές του Γρηγόριου Ε΄- παρά τις προειδοποιήσεις του γηραιού Πατριάρχη προς τους Φιλικούς για το ποιόν του. Περιέχει 90.000 γρόσια και ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από ψεύδη, ανύπαρκτα σενάρια και υποσχέσεις, επαγγελίες και ονειροφαντασίες. Ο Φλέσσας είναι γεννημένος προβοκάτορας και δεν φείδεται μεθόδων για να πετύχει τους σκοπούς του. Και δεν πτοείται, ούτε καν γνωρίζοντας πως τον θυμούνται όλοι οι προεστοί στην Πελοπόννησο.
*Η προτομή του Παπαφλέσα στην Πάτρα
ΑΤΙΘΑΣΟΣ, ΑΠΕΙΘΑΡΧΟΣ, ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΣ, ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ
Ο παπα- Φλέσσας δεν ήταν παρακατιανός. Από οικογένεια κοτζαμπάσηδων γεννήθηκε. Tο επισημότερο ελληνικό σχολείο του Μωρηά τελείωσε στη Δημητσάνα, αλλά οι τρόποι του δεν ήσαν διόλου οι «αρμόζοντες». Σύντομα γίνεται καλόγερος στην Καλαμάτα, όπου δημοσιεύει σάτιρα κατά της οθωμανικής εξουσίας με το ψευδώνυμο «Φως Καλάμιος τούνομα Γρηγόριος». Στη συνέχεια ως εκπρόσωπος της Μονής, έρχεται σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς για την περιουσία του μοναστηριού του, τον αλλάζουν μοναστήρι και τον στέλνουν στον Αη Γιώργη στη Ρεκίτζα, για να ξανατσακωθεί, με Τούρκο αυτή τη φορά, τον Χουσεΐν Αγά, πάλι για τα κτηματικά. Ανάβουν και κουμπούρια- τα αδέλφια του Δικαίου με τους παλληκαράδες απ’ το τσιφλίκι τους τα βάζουν με τους σωματοφύλακες του Χουσεΐν- και τελικά ο Δικαίος καταφέρνει με μπαγαποντιές να «αποδείξει» πως οι αμφισβητούμενες εκτάσεις ήσαν μοναστηριακές. Ο Χουσεΐν θα του το φυλάξει, γνωρίζοντας πως τέτοιες ιδιοσυγκρασίες προσφέρουν πάντα αφορμές για εκδίκηση: Όταν ο Γρηγόριος διαλύσει τον αρραβώνα της 12χρονης ξαδέλφης του Μαυρουδής, για να την παντρέψει με άλλον, ο θιγμένος θα συνασπιστεί με τον Χουσεΐν, που θα προσφύγει στον Πασά της Τρίπολης, καταγγέλλοντας τον «ραδιούργον και ταραξίαν»καλόγερο.
Ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως θα γλυτώσει τον παπα-Φλέσα, στέλνοντάς τον στην Κωνσταντινούπολη. Φεύγοντας ο Δικαίος από την Πελοπόννησο, θα ανεμίσει το χέρι του φωνάζοντας στους διώκτες του: «Βρε κερατάδες Τούρκοι, να πάτε πίσω στον αφέντη σας τον κερατά να του ειπήτε ότι εγώ φεύγω για την Πόλη και δεν θα γυρίσω πίσω απλός καλόγερος. Ή δεσπότης θάρθω, ή Πασάς». Είμαστε ήδη στα 1817 και ο Δικαίος είναι 29 ετών…
Το να γίνει Δεσπότης, ήταν το πιο εύκολο. Η μοίρα τον βοήθησε εξαιρετικά, όταν το καΐκι που πήγαινε κατά την Πόλη βούλιαξε στον Άθω και τα θαλασσινά νερά ξεσφράγισαν το βουλοκέρι της συστατικής επιστολής του Μητροπολίτη: «…είναι ταραξίας και απειθής και πρέπει να καταβληθή πάσα προσπάθεια, ίνα μη επανέλθη εις Πελοπόννησον». Τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν λοιπόν: Με το καράβι βουλιαγμένο δεν χρειάζεται να παρουσιάσει τίποτα. Προσλαμβάνει έναν οικοδιδάσκαλο, τον Ζαχαρία Αινιάν για να τον βοηθήσει με προχωρημένα μαθήματα ελληνικών, ώστε από αρχιμανδρίτης να γίνει Δεσπότης- και μυείται στην Φιλική Εταιρεία ένα χρόνο αργότερα από τον Αναγνωσταρά, μέλος της μωραΐτικης Κλεφτουριάς και θανάσιμο εχθρό των Φλεσαίων.
Ο ένθερμος χαρακτήρας του Δικαίου θα τον οδηγήσει στα υψηλότερα δώματα της ιεραρχίας της Φιλικής Εταιρείας. Χρίζεται «απόστολος» και στέλνεται ως πατριαρχικός Έξαρχος στην Μολδοβλαχία. Στο Βουκουρέστι, ζει πλουσιοπάροχα με τα χρήματα της Εταιρείας, ενώ προβαίνει και σε αθρόες μυήσεις με αποτέλεσμα να γίνει αντιληπτός από τον ρουμάνο Μητροπολίτη Λούπου, ο οποίος τον αναφέρει στον Ηγεμόνα της Βλαχίας, Αλέξανδρο Σούτσο- έναν Φαναριώτη πιστό στο Σουλτάνο, που αργότερα δολοφόνησε η Φιλική Εταιρεία. Προτού οδηγηθεί στις φυλακές, παρεμβαίνει υπέρ του ο μυημένος διερμηνέας του ρωσικού προξενείου, Γεώργιος Λεβέντης και καταφέρνει να τον γλιτώσει. Η ζωή του Δικαίου, ή «Αρμόδιου» κατά το συνωμοτικό ψευδώνυμο της Φιλικής, τυγχάνει κριτικής από τον ηγέτη και συνιδρυτή της Εταιρείας, Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος στη συνέχεια παίρνει από πρώτο χέρι, μια γεύση από Παπαφλέσα: «Εφύλαξε τον καιρόν και εύρε τον ειρημένον Π. Αναγνωστόπουλον εις την οικίαν του μοναχόν. Επήρε δε και εν μαχαίριον μαζύ του κρυμένον. Αφού εμβήκεν, έκλεισε οπίσω του καλά την θύραν. Έπειτα είπεν εις τον Αναγνωστόπουλον, «κάθεσε αδελφέ και συναπόστολε, να εξηγηθώμεν τα μυστήρια της εταιρίας. Συ γνωρίζεις την αρχήν και κάμνεις ως αρχή. Θέλω λοιπόν και εγώ να την μάθω, και να ήμαι αρχή. Θέλω να μου την είπης και να με κάμης μέλος αυτής. Όχι απλούν, αλλά πρώτον». Ταύτα ακούσας με απορίαν του ο Αναγνωστόπουλος εστρέφετο εδώ και εκεί δια ν’ αποφύγη τούτο το απρόβλεπτον και ανέλπιστον κακόν. Αλλ’ ο Φλέσας αμέσως εβγάζει το μαχαίριον και του λέγει. «Εάν δεν μου ομολογήσης την πηγήν και εάν δεν με κάμης αρχήν, σε σφάζω και έπειτα πηγαίνω εις τον Σουλτάνον και προδίδω εις αυτόν τα πάντα. Γίνεσαι και συ προδότης και χάνεις την ζωήν σου, διότι δεν ηθέλησες να μου είπης και να με κάμης και εμένα αρχήν». Τοιουτοτρόπως εβίασε τον Αναγνωστόπουλον και εξηγήθη προς αυτόν. Του είπε την αρχήν την αόρατον και ανύπαρκτον…»
Αφού απείλησε λοιπόν με μαχαίρι τον Αναγνωστόπουλο πως θα μαρτυρήσει τα όσα γνωρίζει στους Τούρκους, ο Δικαίος μαθαίνει όλη την αλήθεια για την Φιλική Εταιρεία- και κυρίως την μεγάλη της μπλόφα περί της «αοράτου Υπερτάτης Αρχής» που δήθεν διηύθυνε τον Αγώνα από τα παρασκήνια. Αντιλαμβάνεται πως το πεδίο είναι ανοιχτό για κείνον: Τον Αύγουστο του 1819, γίνεται αδελφοποιητός με τον Γεωργάκη Ολύμπιο και τον Ιωάννη Φαρμάκη και τους πείθει πως η «αόρατος Αρχή» είναι εκείνος και του οφείλουν να κηρύξουν την Επανάσταση, όποτε το διατάξει. Η «φράξια» του παπα-Φλέσα δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει ανεκτή: Η ηγεσία της Εταιρείας αρχίζει πλέον και σκέφτεται την δολοφονία του, αλλά ο μεγαλόψυχος Αναγνωστόπουλος, ο άνθρωπος που ένοιωσε το μαχαίρι του Δικαίου στον ίδιο του το λαιμό, «απήντησε την περίστασιν αυτήν, έχων προ οφθαλμών τας εκδουλεύσεις του ανθρώπου και το ενεργητικόν του και προβλέπων ότι θέλει είναι και ούτος, ένας των ανθρώπων της Επαναστάσεως…»
*Ο Φιλικός Αναγνωστόπουλος
Το ότι του χαρίζεται η ζωή, δεν κάνει τον παπα- Φλέσα περισσότερο ανεκτικό στους άλλους: Όταν ο Θεόδωρος Νέγρης έρχεται σε διάσταση με την Φιλική, ο Δικαίος ζητά την άδεια της Αρχής προκειμένου να τον δολοφονήσει για να παρέμβει εκ νέου ο Αναγνωστόπουλος:«Δικαίε! Το ξίφος το οποίον συ απροσέκτως ετοιμάζεις δια τον Νέγρην, θέλει διαπεράσει εμέ μάλλον. Η θέσις εις την οποίαν προεχώρησες, πρέπει να σε χορηγήσει τον ευγενή ενθουσιασμόν του να δειχθείς ανώτερος των παθών σου…».
Ο ασυγκράτητος Δικαίος, δεν σταματά δυστυχώς εκεί. Γνωρίζοντας πως επικεφαλής της Εταιρείας έχει τεθεί ο Υψηλάντης, δίνει εντολή στον Παναγιώτη Σπηλιάδη να πλαστογραφήσει μιαν δήθεν επιστολή του Υψηλάντη προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων και στέλνει τον Περραιβό να την επιδώσει, χωρίς να ζυγίσει πρόσωπα και πράγματα. Τον Οκτώβριο του ’20, στην σύσκεψη του Υψηλάντη στο Ισμαήλι της Μολδαβίας, όπου συζητήθηκε ο τόπος έναρξης της Επανάστασης, ο Δικαίος παρουσιάζει πλαστή αναφορά των προυχόντων του Μωρηά, όπου οι τελευταίοι παρουσιάζονταν να είναι έτοιμοι και ενθουσιώδεις να ξεκινήσουν την Επανάσταση. Ο Περραιβός, ο άνθρωπος που κατάφερε να συμφιλιώσει τους Μανιάτες, με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως η αναφορά ήταν πλαστή και ο Παπαδόπουλος Κορφικός, επετέθη στον Δικαίο: «Παπά, να διαβάζης το Ψαλτήρι σου και τα τοιαύτα πράγματα δεν είνε δική σου δουλειά. Σε ερώτησα πόσους χρόνους λείπεις από την Πελοπόννησον και με απεκρίθης τρεις ήμισυ. Αλλ’ εγώ λείπω εκείθεν μόλις προ επτά μηνών και τίποτε δεν είδα, αφ’ όσα λέγει και η αναφορά σου περιέχει…»
Το χειρότερο όλων ωστόσο, έρχεται μετά: Τον Οκτώβριο του ’20, έχοντας επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, ξυλοκοπεί στην Πόλη τον τούρκο υπηρέτη του, μόνο και μόνο επειδή έχυσε περισσότερο νερό απ’ όσο έπρεπε και του διέλυσε τη σαπουνάδα που έφτιαχνε για να πλύνει τη γενειάδα του. Ο υπηρέτης έσπευσε να καταγγείλει στην οθωμανική αστυνομία τις περίεργες επαφές του Δικαίου, αναφέροντας πως είναι «Μιλλέτμπασης» (εθνάρχης), πως διεγείρει τους χριστιανούς σε ένοπλη εξέγερση . Ο παπα- Φλέσας οδηγείται στον τούρκο διοικητή και προς υπεράσπισή του σπεύδει και ο επίσκοπος Δέρκων, ο φύλακας- προστάτης του στο Πατριαρχείο. Κάτι τα λόγια, κάτι και τα 700 γρόσια στον τούρκο αξιωματικό για μπαξίσι ελευθερώνουν τον Δικαίο. Και στη συνέχεια, σαν να μην έφταναν αυτά, καταβάλλονται άλλα 51.250 γρόσια για να «τσιμεντωθεί» η αθωότητά του.
Ένα τεράστιο ποσόν, πραγματική πληγή για το ταμείο της Φιλικής Εταιρείας, καταβάλλεται για να σωθεί ο ανεκδιήγητος Δικαίος. Όταν ο Υψηλάντης θα ζητήσει τον Νοέμβριο του 1820, άλλα 90.000 γρόσια για την κάθοδο του παπα- Φλέσα στο Μωρηά, οι Έφοροι της Φιλικής θα διαμαρτυρηθούνε έντονα. Ο ταμίας της Εταιρείας, Παναγιώτης Σέκερης, σε επιστολή του προς τον Υψηλάντη, στις 16 Δεκεμβρίου του 1820, θα του συστήσει να εγκαρδιώσει τους Εφόρους, προκειμένου να συνεχίσουν τους εράνους τους. Παράλληλα, ο Σέκερης θα αποστείλει τον Φεβρουάριο του ’21 επιστολή στον ίδιο τον παπα- Φλέσα, τον «Αρμόδιον» της Φιλικής: «Ένα από ταύτα τα μεγάλα και ιερά χρέη είναι να πασχίσης να διορθώσης τον Αρμόδιον δια να μη σφάλλη εις το εξής όσα έσφαλεν πρότερον, τόσον εδώ (σ.σ. Κων/λη) όσο και παραπάνω ήτοι εις τα 44 και 47 (σ.σ. Βλαχίαν και Μολδαβίαν) και καταφέρονται πολλοί εναντίον του (…) και όταν οδηγηθή απαθώς και με ήσυχον πνεύμα από σε, ο Αρμόδιος δύναται να κάμη ασυγκρίτως περισσότερα καλά, απ’ όσα έως τώρα επροξένησε κακά (…) και αν θέλη ας μη κυριεύηται από την φιλαυτίαν…».
*Το ταφικό μνημείο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Πεδίο του Άρεως. Τα οστά του ήρωα μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν εκεί το 1965
«Ο ΠΑΠΑΦΛΕΣΑΣ ΕΙΝΑΙ; ΑΠΟΛΩΛΑΜΕΝ!»
Πολύ πριν διαβεί τον Προύθο ο Υψηλάντης, είχε διαβεί εντός του πολύ περισσότερα όρια. Ένα απ’ αυτά, ήταν το όριο της Σύνεσης. Γιατί αποστέλλοντας τον «Αρμόδιο» στο Μωρηά, ο αρχηγός της Φιλικής γνώριζε πολύ καλά πως περνούσε απ’ το σημείο χωρίς επιστροφή: Ο χαρακτήρας του Παπαφλέσα ήταν αδύνατον να κρυβεί- κι ο Υψηλάντης είχε στη διάθεσή του, όλα εκείνα τα στοιχεία που θα καθιστούσαν απαγορευτική την επιστράτευσή του. Την ώρα ωστόσο, που η εξέγερση αναζητά τον μπουρλοτιέρη της, η επιλογή του παπα- Φλέσα αναδεικνύεται σε μονόδρομο.
Τις κρίσιμες ώρες της Γεσθημανής, όταν η προδοσία χτυπά την Φιλική Εταιρεία κι όταν τα ανώτατα στελέχη της δειλιάζουνε μπροστά στον όγκο της ευθύνης, ο Παπαφλέσας είναι ο μόνος που στέκεται στο πλάι του Αρχηγού. Δεν έχει αποθέματα υπομονής, δεν θέλει να ζυγίσει και να κρίνει και δεν αποζητάει την ασφάλεια των εναλλακτικών σχεδιασμών. Στη λάμψη της εξέγερσης, ένας αντικοινωνικός καλόγερος θα εκβιάσει μίαν ολόκληρη κοινωνία.
Γράφει ο Δικαίος στον Ξάνθο («Θυμείδη»): «Δεν ηξεύρω δια τι περιωρίσθης εις τον ορίζοντά σου αδελφέ Θυμείδη και άλλο δεν ηξεύρεις πλέον, παρά να συμβουλεύης τον Δικαίο να μην ορμά κατά την συνήθειάν του και άλλα κουραφέξαλα. Ο Δικαίος φίλε, έκαμεν ως επροστάχθη. Τα δανείσματα έγειναν προς τα σύνεφα από μέρος της βροχής. Αυτά βιαζόμενα επολλαπλασιάσθησαν. Τι θέλεις η ευγενεία σου; Να μην ακουσθή μικρός καν δούπος; Οι φρόνιμοι πρότερον σκέπτονται ταύτα και ύστερον αποφασίζουν και εις τας αποφάσεις μένουν σταθεροί…» Όσο για τον Υψηλάντη, («Καλός»): «Λοιπόν φίλε, δια τους οικτιρμούς του Θεού, επιταχύνατε τον σεβαστόν Καλόν, ότι αν παρέλθη εορτή μία και δεν φανή, τα αγκάθια ως σκοτινιασμένα δύνανται να κεντήσουν τους προθύμους μας ανεπαισθήτως και τότε η αμαρτία ας ήναι εις τον λαιμόν σας. Επειδή άνευ υψηλού ονόματος δεν ηξεύρω αν κατορθώσωμεν βιασμένοι όσον πρέπει…».
Ο Παπαφλέσας είναι ο μόνος που, όχι μόνον δεν πτοείται από την μπλόφα, αλλά την επιζητεί. Αξιώνει από τον Υψηλάντη να κινηθεί «προτού παρέλθει εορτή μία», έτσι ώστε να υπάρξει «βιασμός» παρακινημένος από το «υψηλό όνομα». Ένα υψηλό όνομα, το οποίο παραπέμπει όπως έχουμε δει, στη Ρωσία.
Πρώτος σταθμός του Δικαίου στο ταξίδι του στην Ελλάδα, είναι η Ύδρα. Ο Παπαφλέσας προσπαθεί να πείσει τους καραβοκυραίους της Ύδρας να υπηρετήσουν το επαναστατικό σχέδιο, με τις γνωστές επαγγελίες περί ανάμειξης της Ρωσίας, γενναίας χρηματοδότησης- ακόμα και δολοφονία του Σουλτάνου περιελάμβανε το μενού. Οι Υδραίοι ωστόσο παραμένουν αμετάπειστοι- κι ο Παπαφλέσας αποφασίζει να εγκαταλείψει το νησί για να πάει στις Σπέτσες με το ίδιο κήρυγμα. Εκεί, η κατήχησή του θα φέρει αποτέλεσμα.
Η φήμη της καθόδου απεσταλμένου του Υψηλάντη υπό την μορφή πατριαρχικού Έξαρχου, είχε φτάσει ωστόσο στους προκρίτους της Πελοποννήσου ακόμη νωρίτερα. Οι πρόκριτοι, με επικεφαλής τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών, Γερμανό, ήσαν διόλου ανύποπτοι των κηρυγμάτων της Εταιρείας, καθώς ο Γερμανός ήταν μυημένος ήδη από το 1819. Ο απόηχος ωστόσο, των Ορλωφικών του 1769, δεν είχε ακόμα κοπάσει, η απογοήτευση από το κίνημα του Κατσώνη δεν είχε ακόμη διαλυθεί. Κι οι πρόκριτοι γνώριζαν, πως είχαν κάτι πιο πολύτιμο από τις αλυσίδες ή τις περιουσίες τους να χάσουν: Τα κεφάλια τους.
Τον Μάιο του 1820, οι πρόκριτοι όρισαν στον υπάλληλο του ρωσικού προξενείου στην Πάτρα, Ιωάννη Παπαρηγόπουλο, να συναντηθεί με τον Κόμη Καποδίστρια και να τον συμβουλευτεί σχετικά με τις διαδόσεις περί ρωσικής ανάμειξης. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στη Βαρσοβία- και σύμφωνα με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, η απάντηση του Καποδίστρια ήταν σαφέστατη«Να τους ειπής αυτών των απονενοημένων να εβγάλουν πάσαν ιδέαν επαναστάσεως από τον εγκέφαλόν τους και να μην έχουν ουδεμίαν ελπίδα υπερασπίσεως από την Ρωσίαν, μήτε υλικήν, μήτε ηθικήν, αλλά μάλλον καταδρομήν (…) Το Ελληνικό Έθνος πρέπει πρώτον να φωτισθή δια συστάσεως σχολείων και μετά δέκα πέντε και είκοσι χρόνους εάν ευρεθή αρμοδία περίστασις και συμπέση κήρυξις πολέμου της Ρωσίας κατά της Τουρκίας, τότε θέλει φροντίσωμεν».
Πρόκειται για μία αναφορά περί του Καποδίστρια, που θα εξετάσουμε προσεκτικότερα σε ειδικό αφιέρωμά μας. Αυτό που πρέπει εδώ να μας απασχολήσει, είναι πως οι προεστοί του Μωρηά, γνωρίζουν την αλήθεια, ήδη από τα μέσα του 1820. Παρότι και οι ίδιοι έχουν συμφέρον από μία επαναστατική εξέλιξη, δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν τα πάντα για ψέμα. Δεν αποχωρούν από την Φιλική, αλλά δεν έχουν πλέον εμπιστοσύνη στους Φιλικούς. Σαν επιστέγασμα όλων αυτών, ακούνε πως ο περίφημος απεσταλμένος του Υψηλάντη στην Ελλάδα, είναι ο Φλέσας τον οποίον ξεφορτώθηκαν κακήν κακώς τέσσερα χρόνια πριν.
«Ο Παπαφλέσας είναι; Απολώλαμεν!» αναφωνεί ο προεστώς του Μυστρά, Αναγνώστης Κοπανίτσας- και οι προύχοντες αποστέλλουν στην Ύδρα τον Τριπολιτσιώτη έμπορο, Παναγιώτη Αρβάλη, προκειμένου να αποτρέψει την έξοδο του Παπαφλέσα από το νησί. Καταφέρνουν έτσι το ακριβώς αντίθετο: Ο Αρβάλης εμπνέεται από τον Δικαίο, πιστεύει τις διαβεβαιώσεις του και τον ακολουθεί πιστά, ένθερμος πλέον ζηλωτής της επαναστατικής προοπτικής.
*Η Βοστίτσα (το σημερινό Αίγιο) σε γκραβούρα του 17ου αιώνα
Από την Ύδρα, οι δύο άνδρες μεταβαίνουν στις Σπέτσες όπου μεταδίδουν το κήρυγμα του Αγώνα και από τις Σπέτσες στο Ναύπλιο κι από κει στο Άργος, όπου ο Παπαφλέσας στρογγυλοκάθεται στην κατοικία του Δεσπότη. Από κει, θα διαμηνύσει στους προκρίτους του Μωρηά, πως πρέπει να τους συναντήσει για να τους μεταφέρει το μήνυμα του Αρχηγού. Η συνάντηση γίνεται στη Βοστίτζα και οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτήν από τρεις διαφορετικές πηγές, συγκλίνουν στα βασικά τους σημεία. Ας δώσουμε το λόγο στον συνεργάτη του Παπαφλέσα και πρωτεπαναστάτη, Νικόλαο Σπηλιάδη:
«Ερωτώσι δε τον Αρχιμανδρίτην: «Αν η Αρχή της εταιρείας των φιλικών θα προμηθεύση τα αναγκαία δια τον πόλεμον και αν θα κηρύξη ο αυτοκράτωρ πόλεμον κατά της Τουρκίας». Όθεν ο μεν Αρχιμανδρίτης παρέστησεν ότι, ο καιρός ήτον αρμόδιος να κινηθώσιν οι Πελοποννήσιοι, ότε ο Σουλτάνος αντιπεριεσπάτο εις τον πόλεμον κατά του Αληπασά, ότι πρώτοι αυτοί έπρεπε να κινηθώσι, διότι και ο Υψηλάντης από την Πελοπόννησον θα δώσει το σημείον της επαναστάσεως, ότι η Ρωσσία έμελλε να κηρύξη τον πόλεμον κατά του Σουλτάνου και να στείλη στρατεύματα εις βοήθειαν της Ελλάδος, ότι παντοία βοηθήματα έμελλον να σταλώσιν αφ’ όλα τα μέρη εις τους Έλληνας και ότι ήδη υπήρχον εις την εφορείαν της Ύδρας, εκατόν χιλιάδες διστήλων και πολλά πολεμοφόδια και τέσσαρες χιλιάδες σπαθία και τουφέκια. Τέλος ότι έμελλε να γενή καταστροφή εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν, να φονευθή ο Σουλτάνος, και να κυριευθή ο στόλος και ο δημόσιος θησαυρός και ότι οι πρόκριτοι της Ύδρας γνωρίζουσι ταύτα πάντα και είν’ έτοιμοι να κινηθώσιν ωσαύτως. Αλλ’ εκείνοι αμφιβάλλουσι δι’ όσ’ ακούουσιν από τον Αρχιμανδρίτην και στέλλουσιν εις Ύδραν από την εκεί εφορείαν, αν έχωνται αληθείας τα λεγόμενα. Απεφάσισαν δε, να περιορισθή ο Αρχιμανδρίτης, ν’ αναβάλωσι πάσαν ενέργειαν περί της επαναστάσεως, και να διευθυνθώσι τα πνεύματα των εταίρων εις τρόπον ώστε να προσενεχθώσι με όλην την φρόνησιν προς τους Τούρκους και να διατηρήσωσιν άκραν σιωπήν ως προς τα της επαναστάσεως και παντελή ησυχίαν άχρις ότου φθάσει ο Υψηλάντης. Να πέμψωσι δε και αύθις ανθρώπους προς τον εις Πείσας μητροπολίτην Ιγνάτιον, φίλον του Καποδίστρια, καθώς και εις την Ρωσσίαν δια να πληροφορηθώσι τι ηδύναντο να ελπίσωσιν επαναστάντες οι Έλληνες από τον αυτοκράτορα Αλέξανδρον, ως και από τας άλλας χριστιανικάς δυνάμεις της Ευρώπης (…) και επομένως να λάβωσι μέτρα (…) ώστε τουλάχιστον να μη λογισθώσιν ως παράλογα επιχειρήσαντες. Επειδή δε οι Τούρκοι ηδύναντο να μάθωσι τίποτε δια την μελετωμένην επανάστασιν και να λάβωσι μέτρα εναντίον των, αν εν των μεταξύ τους προσκαλέσωσιν εις την καθέδραν, ν’ αποφύγωσιν υπό διαφόρους προφάσεις το να υπάγωσιν (…) Εκοινοποίησαν δε και εις όσους των άλλων επαρχιών προεστώτας και αρχιερείς ηδυνήθησαν και όπως ηδυνήθησαν τις σκέψεις και αποφάσεις των και διελύθησαν. Αλλ’ ο Αρχιμανδρίτης, όστις ήδη μετέβη εις Κερπινήν προς τον Ζαΐμην και διευθύνθη εις Λαγκάδια προς τον Κανέλλον Δελιγιάννην και εκείθεν στέλλεται προς τον Παπατσιώνην και απέρχεται εις το Μοναστήριον Σιδηρόπορταν να περιορισθή, διέδωκεν όθεν αν διέβη κατερχόμενος από Κωνσταντινούπολιν τα της αποστολής του και υπεξέκαυσε τον κρατήραν της επαναστάσεως εξαιρέτως εις την Πελοπόννησον εις τοιούτον τρόπον, ώστε δεν είναι πλέον δυνατόν να κατευνασθή και να περισταλή η προς την ελευθερίαν ορμή των Ελλήνων και προ πάντων των Πελοποννησίων, ουδ’ έπαυσε να ενεργή και από το ειρημένον μοναστήριον…»
Τα πράγματα είναι σαφή: Οι πρόκριτοι ακούνε από τον Παπαφλέσα τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί Ρωσίας που είχε διαψεύσει στον απεσταλμένο τους ο ίδιος ο Καποδίστριας έναν χρόνο πριν. Στα μάτια τους προφανώς, ο Δικαίος μοιάζει με τον Διάβολο αυτοπροσώπως: Είναι ένας άγγελος απάτης, ανευθυνότητας και καταστροφής. Θέλουν να τον «περιορίσουν» (ο Φωτάκος διακρίνει ακόμα και προθέσεις δολοφονίας του), μέχρι τουλάχιστον να διευκρινιστούν οι ισχυρισμοί του πως ακόμα και οι Υδραίοι είχαν πειστεί από το κήρυγμά του- πράγμα ψευδέστατο. Ο Γερμανός, αναφέρει χαρακτηριστικά:
Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου, βλέποντες το παράκαιρον και ανέτοιμον, ο δε Δικαίος, άνθρωπος απαταιών και εξωλέστατος (sic), περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους, δια να πλουτήση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι είναι τα πάντα έτοιμα, πλάττων μιλιούνια άπειρα κατατεθειμένα ένεκα τούτου εις διάφορα Ταμεία, εφόδια πολεμικά και πυροβόλα όργανα αναρίθμητα εναποκείμενα εις διαφόρους τόπους, δυνάμεις στρατιωτικάς διωρισμένας από μέρους της Ρωσσίας προς βοήθειαν των Ελλήνων, πλοία πολλά καλώς ωπλισμένα και εφωδιασμένα και άλλα τοιαύτα παίγνια της φαντασίας, τα οποία οι μεν φρόνιμοι και πείραν έχοντες των πραγμάτων εις ουδέν ελογίζοντο, οι δε άπειροι νομίζοντες τα τοιαύτα πλάσματα ως αληθή, επί τη βάσει του συστατικού οπού επέφερεν από μέρους του Υψηλάντη, κατήντησαν εις αχαλίνωτον ενθουσιασμόν, ώστε άρχησαν να κοινολογώσι το πράγμα αναφανδόν εις πολλούς και να καταγράφωσι στρατιώτας και να κάμνουν τοιαύτα κινήματα, ώστε η Διοίκησις έλαβε πολλά διδόμενα να βεβαιώση τας υπονοίας της περί του σκοπού των Ελλήνων».
Στη Βοστίτζα, το σημερινό Αίγιο, θα γίνει μια μεγάλη, βαθειά και έντονη συζήτηση, που θα έφθανε ενδεχομένως και μέχρι τον φόνο, εάν ο Παπαφλέσας δεν είχε φροντίσει εκ νέου να συνοδεύεται από τον αδελφό του Νικήτα Φλέσα, οπλισμένο με κουμπούρια. Το μίσος που εκφράζει ο Γερμανός για τον όντως εξωλέστατο αρχιμανδρίτη, είναι έκδηλο, όσο κι αν καλύπτεται υπό την δικαιολογημένη ενόχληση μπροστά σε ένα τόσο ανοργάνωτο και σαθρών θεμελίων, εγχείρημα. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, όποιος θα ήθελε να παίξει παιχνίδια θανάτου με τους Φλεσαίους, θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί πολύ προσεκτικά.
Οι προεστοί, θα ενδιαφερθούν για το υπόβαθρο του Αγώνα, θα ανησυχήσουν για το παράκαιρό του και θα ζητήσουν να στείλουν εκ νέου απεσταλμένους δεξιά και αριστερά, για να διαπιστώσουνε αν έχει κάτι αλλάξει στα δεδομένα που ήδη γνώριζαν. Και φυσικά- πώς θα γινόταν αλλιώς;- θα θέσουν ζήτημα εξουσίας. Ποιος θα διαδεχτεί τον Τούρκο, όταν εκείνος φύγει; Κατά πως λέει ο Φωτάκος, ο γραμματέας του Κολοκοτρώνη, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, «ο δυνατότερος και τολμηρότερος» από τους κοτζαμπάσηδες της περιοχής, ρώτησε ανοιχτά, εκείνο που όλοι θα ήθελαν να θέσουν αλλά δίσταζαν:
«Αλλ’ ημείς εδώ, αφού σκοτώσωμεν τους Τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν, ποίον θα έχωμεν ανώτερον; Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, δεν θα μας ακούη και δεν θα μας σέβεται και θα πέσωμεν εις τα χέρια εκείνου (δεικνύων τον Νικήταν), ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήση το περούνι για να φάγη». Μετά την ομιλίαν ταύτην, σηκωθείς ο Αρχιμανδρίτης Φλέσας, εζήτησεν από την ομήγυριν τον λόγον να ομιλήση. Και αφού του εδόθη είπε τοιαύτα. «Άγιοι αρχιερείς και ευγενέστατοι άρχοντες, απορώ δια την ομιλίαν του Κ. Σωτηρίου Χαραλάμπη να φρονή ούτως! Εάν σκοτώσωμεν τους Τούρκους όλους, θα σκοτώσωμεν και τον Κιαμήλ-Μπέη, τον πρώτον Αγάν της Πελοποννήσου. Τότε η Ευγενεία του θα πάρη την θέσιν του». Τοιουτοτρόπως απαριθμών και άλλους επισήμους Τούρκους και μοιράζων τας θέσεις των εις τους προύχοντας, απέδειξε δια τούτου, ότι αφού λείψουν οι Τούρκοι θα έλθουν βέβαια αυτοί εις τα πράγματα…»
Γόνος προεστών ο Παπαφλέσας, γνωρίζει καλά τη γλώσσα που θα τους μιλήσει. Η υπόσχεση πως η Επανάσταση δεν πρόκειται να είναι ταξική, παρά μονάχα εθνική, θα ηρεμήσει τα πνεύματα, αλλά όχι σε βάθος. Γιατί οι πρόκριτοι γνωρίζουνε πολύ καλά, πως μπροστά στο κύρος του Υψηλάντη, οι ίδιοι θα αγωνίζονταν μονάχα για μία θέση στη σκιά του.
Ο Υψηλάντης παραμένει ο άγνωστος παράγων για το παραδοσιακό μωραΐτικο σύστημα εξουσίας και ο Παπαφλέσας ο χειρότερος εφιάλτης του. Οι πρόκριτοι θα αποσυρθούν για να «οικονομήσουνε» το πράγμα, να συσκεφθούν, να οργανωθούνε εσπευσμένα. Αν κάτι ξεκινήσει στο Μωρηά, αυτό θα πρέπει να είναι υπό τη δική τους καθοδήγηση και κανενός άλλου. Ο Παπαφλέσας ωστόσο, δεν πρόκειται να καθήσει με τα χέρια σταυρωμένα.
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΥΡΙΖΕΙ ΠΙΣΩ
Η σύσκεψη στη Βοστίτσα γίνεται στα τέλη του Ιανουαρίου του ’21. Η λήξη της, δεν βρίσκει καμία πλευρά νικητή, αλλά ο χρόνος κυλάει για λογαριασμό του Παπαφλέσα. Σύμφωνα με τον γραμματικό του Κολοκοτρώνη, Φώτιο Χρυσανθόπουλο (Φωτάκο), ο Παπαφλέσας απείλησε τους προεστούς, πως «αν δεν συγκατανεύσουν να επαναστατήσουν, αυτός είναι διατεταγμένος από την Σεβ. Αρχήν, την οποίαν παρίστανον ως πραγματικήν τότε, να μισθώση 1000 Πισινοχωρίτας και Σαμπαζότας και άλλους τόσους Μανιάτας να κάμη την αρχήν της επαναστάσεως, και όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι, ας τον θανατώσουν…»Εδώ θα παίξουν ρόλο τα 90.000 γρόσια με τα οποία προίκισε ο Υψηλάντης την αποστολή Παπαφλέσα. Ο Απόστολος της Φιλικής, δεν είναι ρακένδυτος, ούτε μετρημένος στη ζωή του- τουναντίον, τα πάντα μαρτυρούν πως από πίσω του στέκει ισχυρός χρηματοδότης. Αν έλεγε αλήθεια και προσελάμβανε τους Μανιάτες όπως είχε απειλήσει, τι θα συνέβαινε στους πρόκριτους;
Τα νέα μεταδίδονται σαν αστραπή, οι διαδόσεις γίνονται πιστευτές, αλλά ο Παπαφλέσας δεν εφησυχάζει. Το επαναστατικό δυναμικό οφείλει να ‘ναι ένοπλο- κι η Κλεφτουριά απ’ το Μωριά έχει εκλείψει απ’ το 1807. Ενόπλους βρίσκει κάποιος μονάχα στη δούλεψη των προεστών. Μια σφήνα του χρειάζεται, ν’ ασκήσει πίεση, να διαρρηχθεί πατόκορφα το σώμα της παραδοσιακής μωραΐτικης ιεραρχίας. Και θα την βρει- στις οικογένειες των Δεληγιανναίων και των Παπατσωναίων.
*Ο Κανέλλος Δεληγιάννης
Οι Δεληγιανναίοι υπήρξαν απηνείς διώκτες της Κλεφτουριάς και είχαν πρωτοστατήσει στην εκρίζωσή της το 1807, με αφορμή υπερβάσεις και ασχήμιες του Γιάννη «Ζορμπά» Κολοκοτρώνη. Ο καιρός ωστόσο, έχει αλλάξει και ένας νέος βλαστός της οικογένειας, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, καίγεται να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του απ’ τους Οθωμανούς το 1816. Ο τοίχος με το αίμα απ’ το κομμένο του κεφάλι, διατηρείται επιμελώς ακαθάριστος επί δεκαετίες. Ο Παπαφλέσας ξέρει πώς θα του μιλήσει.
Μένει ακόμα ένα κέντρο ισχύος- η Μάνη. Για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή της οι Τούρκοι, διατηρούσανε κλεισμένους στο Πατριαρχείο, δύο μέλη της οικογένειας του έλληνα Μπέη της, που στην προκείμενη περίπτωση, ήτανε ο Πέτρος Μαυρομιχάλης. Ο Παπαφλέσας, θα δώσει εντολή να απελευθερωθούν κρυφά.
Τέλος, ο ίδιος θα γνωρίσει και τον οπλαρχηγό Νικόλαο Χριστοδούλου «Σολιώτη», τον οποίον «εύρεν κατηχημένον και ητοιμασμένον καθ’ όλα, έξυπνον και επιδέξιον, πνέοντα εκδίκησιν κατά των Τούρκων και ενθουσιάζοντα τον Φλέσαν να κάμη αρχήν εις εκείνα τα μέρη, δια να ενοχοποιηθή ολόκληρος η Επαρχία των Καλαβρύτων και ούτω να κοπούν οι σχέσεις των Τούρκων και των Ελλήνων». Κατ’ εντολήν του Παπαφλέσα, ακριβώς για την εμπλοκή των διστακτικών, ο Σολιώτης θα σκοτώσει τους πρώτους Τούρκους στο Αγρίδι των Καλαβρύτων στις 14 Μαρτίου του ‘21. Οι φόνοι έπρεπε να είναι «ειδεχθείς», ακριβώς για να μην υπάρχει επιστροφή. Και ήσαν φόνοι αόπλων ταχυδρόμων.
Μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, το φυτίλι που άναψε ο Παπαφλέσας στη Βοστίτσα, φωτίζει καιόμενο ολόκληρη την Πελοπόννησο. Το πρώτο αίμα, χύνεται ωστόσο προβοκατόρικα, προκειμένου να εμπλακούν και οι διστακτικοί, που δεν είναι λίγοι. Ο σχεδιασμός για μία ταυτόχρονη έναρξη του Αγώνα την 25η Μαρτίου δεν θα υλοποιηθεί, καθώς τα γεγονότα θα τον υπερβούν. Μετά την σύσταση του ελληνικού κράτους, οι διάφορες περιοχές, μέσω των δικών τους πρωταγωνιστών στον Αγώνα, θα επιχειρήσουν να διεκδικήσουν την πρωτοβουλία. Η πλειοψηφία των ιστορικών, αναγνωρίζει ως πρώτη πολεμική ενέργεια το χτύπημα των Καλαβρύτων στις 21 Μαρτίου, αν και προηγείται η προβοκάτσια του Σολιώτη στο Αγρίδι. Οι Μανιάτες προτάσσουν την Τσίμοβα (Αρεόπολη), με ύψωση της επαναστατικής σημαίας στις 17 Μαρτίου. Οι Πατρινοί επικαλούνται τις μάχες του Καρατζά για την απελευθέρωση της Πάτρας την 21η Μαρτίου. Ο Δεληγιάννης υποστηρίζει πως με δική του εντολή συνελήφθησαν οι Τούρκοι στα Λαγκάδια της Γορτυνίας στις 18 Μαρτίου.
*Ο βασιλεύς Όθων
Το νέο ελληνικό κράτος και ο βασιλέας του ο Όθων, είχε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει, ώστε να αντέχει και μια διαρκή έριδα ανάμεσα στις διάφορες περιοχές, για το ποια ξεκίνησε τον Αγώνα στα δικά του εδάφη. Ο ορισμός της 25ης Μαρτίου με βάση και τον αρχικό σχεδιασμό, υπήρξε και παραμένει μια χρυσή λύση μέχρι σήμερα.
 Ανδρέας Μακρίδης





Δεν υπάρχουν σχόλια: