Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ- Εφημερίδα των Ιωαννίνων ‘Πρωϊνός Λόγος’
Με την έναρξη τον Σεπτέμβριο του νέου σχολικού έτους 2011-2012 στην Αλβανία, τα Ελληνόπουλα, όχι μόνο στις λεγόμενες «μειονοτικές ζώνες» αλλά και στις περιοχές της Χειμάρας, της Πρεμετής, της Κορυτσάς και σε άλλα μέρη της Αλβανίας που έχουν διασκορπιστεί οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες, θα διδάσκονται σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, ότι η Ήπειρος από τον Σκούμπη ποταμό ως τον Αμβρακικό Κόλπο και η Δυτική Μακεδονία είναι εδάφη αλβανικά, τα οποία «άρπαξαν» οι Έλληνες σοβινιστές και τα κατέχουν.
Όλα τα βιβλία, κυρίως, της ιστορίας και γεωγραφίας βρίθουν από ανθελληνικό μένος, δημιουργώντας μια κατάσταση, η οποία καθόλου δεν βοηθάει τις φιλικές διακρατικές σχέσεις. Με τέτοιες ανθελληνικές θέσεις, με τέτοια παραληρήματα και ιστορικές παραποιήσεις, δεν νομίζουμε ότι η Αλβανία μπορεί να περιμένει την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Από το άλλο μέρος δεν ξέρουμε γιατί το επίσημο ελληνικό κράτος σιωπά, ενώ θα έπρεπε να αντιδράσει και να απαιτήσει την απάλειψη όλων αυτών των απαράδεκτων κειμένων που δηλητηριάζουν τους μαθητές (Αλβανούς και μειονοτικούς Έλληνες) και δημιουργούν στους Αλβανούς κυβερνώντες την εντύπωση αδυναμίας της Ελλάδος. Μια δυναμική παρέμβαση από την ελληνική κυβέρνηση θα συνετίσει τους Αλβανούς και θα τους αναγκάσει σε αναθεώρηση των ανεδαφικών διεκδικήσεων.
Και στις μέρες μας οι Ελληνοδάσκαλοι, που διδάσκουν στα μειονοτικά σχολεία ασκούν ιεραποστολικό έργο. Χωρίς βοήθεια, χωρίς τα αναγκαία μέσα και βοηθήματα ισορροπούν μεταξύ του χρέους και των κινδύνων που συνεπάγεται η διδασκαλία διαφορετικών θέσεων από εκείνες του επίσημου κράτους.
Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα δίσεκτα χοτζικά χρόνια, έστω και στοιχειωδώς, κράτησε ζωντανή την εθνική συνείδηση και απετέλεσε τον συνεκτικό κρίκο, τον «ομφάλιο λώρο» με τη Μητέρα Πατρίδα. Οι δάσκαλοι σήμερα, χωρίς πνευματική στήριξη και ενίσχυση εκ μέρους του ελληνικού κράτους, επωμίζονται τεράστιες ευθύνες επιτελώντας έργο εθνικό.
Έχουν ανάγκη οι δάσκαλοι να επανασυνδεθούν με τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα και ιστορία μας, να αναπτερωθεί το ηθικό τους ώστε να επιδράσουν θετικά και έξω από τις σχολικές αίθουσες, στο ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον και να βρουν πειστικούς τρόπους και για την ακατάσχετη ανακοπή της μεταναστευτικής αιμορραγίας και για την επιστροφή όλων εκείνων, που για την ανάγκη της επιβίωσης εγκατέλειψαν τον τόπο τους.
Και κάτι ακόμα για τους Αλβανούς: Εάν πραγματικά επιθυμούν οι Αλβανοί φιλικές και αδελφικές σχέσεις με την Ελλάδα, εάν θέλουν να επικρατήσει μεταξύ των δύο λαών πνεύμα συνεργασίας, θα έπρεπε να είχαν αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια στα σχολικά βοηθήματα, σταματώντας την διαστρέβλωση και παραποίηση της ιστορίας.
Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε ελάχιστα τμήματα από σχολικά βιβλία ιστορίας και γεωγραφίας, στα οποία σαφώς καταφαίνεται το ανθελληνικό πνεύμα από το οποίο διαπνέονται αλβανικοί σοβινιστικοί κύκλοι και ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός:
Στην Ιστορία 7 (έκδοση 2003) από την εισαγωγή σχεδόν μέχρι το τέλος αγνοείται ως χώρα και ως πολιτιστική κοιτίδα των Βαλκανίων η Ελλάδα και όταν αναφέρεται, αναφέρεται απαξιωτικά. Όταν οι συγγραφείς του βιβλίου ασχολούνται με τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα (1946-1949) γράφουν σχετικά για τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας (σ. 130):
«Μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια οι Αλβανοί που ζούσαν στις δικές τους εστίες και που άδικα είχαν συμπεριληφθεί στο ελληνικό κράτος, ειδικά οι Τσάμηδες εκδιώχθηκαν. Αντιμέτωποι με την άγρια βία αυτοί υποχρεώθηκαν να φεύγουν μαζικά από τους τόπους κατοικίας τους. Δεκάδες χιλιάδες ήλθαν στην Αλβανία. Το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα δεν ύψωσε τη φωνή του στο διεθνή στίβο για να υπερασπιστεί τους Τσάμηδες από τον ελληνικό διωγμό και ούτε έδειξε ενδιαφέρον για τη συστηματοποίηση των μεταναστών Τσάμηδων στην Αλβανία».
Στη σελ. 133-134 μιλούν για εθνικές σφαγές εκ μέρους των Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων. Οι Αλβανοί, γράφουν, μοιράστηκαν σε τέσσερα μέρη της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας: Στο Κοσσυφοπέδιο, στην ΠΓΔΜ, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. «Και ο αλβανικός πληθυσμός της Τσαμουριάς στην Ελλάδα βρέθηκε σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Μολονότι οι εκεί Αλβανοί αγωνίστηκαν στο πλευρό του ελληνικού λαού, μετά τον Πόλεμο, οι ελληνικές σοβινιστικές συμμορίες τρομοκράτησαν τον τσάμικο πληθυσμό. Η τρομοκρατία φάνηκε στην απαγωγή των αντρών, στη συγκέντρωση πολλών οικογενειών Τσάμηδων σε ακατάλληλους χώρους ξυλοκοπώντας τους και τρομοκρατώντας τους. Εκτός από την τρομοκρατία, από τον τσάμικο πληθυσμό αρπάχτηκαν οι περιουσίες και εκδιώχτηκαν από τα εδάφη τους, πέρα από τα αλβανικά σύνορα… Όλα αυτά έγιναν με σκοπό τον προσεταιρισμό των εδαφών που κατοικούνταν από τους Αλβανούς από την αρχαιότητα. Μάλιστα οι στόχοι των Ελλήνων σοβινιστών έφτασαν μέχρι την κατάληψη της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου».
Στην Ιστορία 5 (έκδοση 2003) διαβάζουμε για τις ιλλυρικές φυλές, για τα ιλλυρικά Βασίλεια και για τον ιλλυρικό πολιτισμό, τις τέχνες και τους τρόπους διαβίωσης. Διαβάζουμε για την ιλλυρική γλώσσα:
«Οι Ιλλυριοί είναι λαός με πολύ ανεπτυγμένο πολιτισμό. Αυτοί διακρίνονται στα Βαλκάνια για τη γλώσσα, τον τρόπο διαβίωσης και τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους. Οι Ιλλυριοί δεν άφησαν γραφτή τη γλώσσα τους. Από την ιλλυρική γλώσσα έχουν διατηρηθεί περίπου 1.000 λέξεις… Είναι γνωστές λέξεις, όμως δεν είναι γνωστή η γραμματική της ιλλυρικής γλώσσας».
Νομίζουμε ότι τα όσα γράφονται δεν επιδέχονται ούτε την ελάχιστη κριτική. Αφού δεν υπήρχε γραπτή γλώσσα, τι είδους πολιτισμός αναπτύχθηκε; Γνωστές λέξεις χωρίς γραμματική. Χωρίς να υπάρχουν γραπτά τεκμήρια που στηρίζονται οι Αλβανοί συγγραφείς των βιβλίων για να γράφουν όσα γράφουν;
Στο ίδιο σχολικό βοήθημα (σ. 112) γράφουν για τους Άρμπερους και την Αρμπερία. «Υπό την ονομασία Αρμπερία, γράφουν, συμπεριλήφτηκαν όλες οι περιοχές από την Τσαμουριά στο Νότο μέχρι στο Κοτόρι στο Βορρά, που κατοικούνταν από τους Αλβανούς Αρμπερ… Οι Άρμπερ διατήρησαν τη γλώσσα των Ιλλυριών, τα ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις, τις ενδυμασίες… Έτσι πάνω στη βάση του ιλλυρικού πολιτισμού και πλουτίζοντάς τον, δημιουργήθηκε ο ξεχωριστός πολιτισμός των Άρμπερ. Αυτός ο πολιτισμός διακρινόταν από τον πολιτισμό των άλλων λαών των Βαλκανίων: Σλάβων, Ελλήνων, Ρουμάνων. Συνεπώς, ο λαός των Άρμπερ ή ο αλβανικός λαός ξεχώριζε από τους άλλους Βαλκανικούς λαούς από τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τα εδάφη των Βαλκανίων στα οποία κατοικούσε».
Τι να σχολιάσουμε από όλα αυτά τα ανιστόρητα; Ότι όλοι οι άλλοι λαοί της Βαλκανικής δεν λογαριάζονται και μόνο οι Άρμπεροι (Αλβανοί) δημιούργησαν πολιτισμό και ξεχώρισαν; Μόνο ο πολιτισμός των Άρμπερ (Αλβανών) υπερίσχυε στη Βαλκανική από τους πολιτισμούς των Ελλήνων, Σλάβων, Ρουμάνων. Κάθε σχόλιο περιττεύει.
Η ελληνόφωνη εφημερίδα «Το Όραμα» (Ιούλιος 2011) σε πρωτοσέλιδο άρθρο διερωτάται:
Η ελληνόφωνη εφημερίδα «Το Όραμα» (Ιούλιος 2011) σε πρωτοσέλιδο άρθρο διερωτάται:
«Μέχρι πότε τα σχολικά κείμενα (ειδικά ιστορίας και γεωγραφίας) θα δηλητηριάζουν τα παιδιά μας;».
Στο εγχειρίδιο της ιστορίας της 9ης τάξης διαβάζουμε, όπως αναγράφονται στην εφημερίδα: 1) Η σοβινιστική Ελλάδα προέβλεπε ν’ αρπάξει τη Νότια Αλβανία (σ. 43). 2) Η Ελληνική κυβέρνηση ζητούσε τις περιοχές της Νοτίου Αλβανίας (σ. 63). 3) Οι Έλληνες σοβινιστές οργάνωσαν μια προπαγανδιστική καμπάνια για να παρουσιάσουν τον πληθυσμό της Νοτίου Αλβανίας πως είναι Έλληνες (σ. 65). 4) Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17.05.1914) δεν βασίζονταν σε κανένα αληθινό στοιχείο (σ. 65). 5) Ο Ελληνικός στρατός έκαψε και πλιατσικολόγησε την Τσαμουριά χειρότερα από τους Ιταλούς φασίστες (σ. 100).
Η γεωγραφία της 9ης τάξης περιλαμβάνει όλα τα «αλβανικά εδάφη» που βρίσκονται εκτός των αλβανικών συνόρων. Η Πρέβεζα, η Άρτα, η Ηγουμενίτσα, τα Γιάννινα, τα Γρεβενά, η Καστοριά, η Φλώρινα είναι αλβανικά και κατέχονται από την Ελλάδα.
Γ
Γ
ράφει η εφημερίδα: «Όχι μόνο κι εμείς ανεχτήκαμε μέχρι τώρα, κακώς, αλλά αγοράζαμε εμείς τα βιβλία, νομίζοντας πως η Διακρατική Επιτροπή που είχε συσταθεί πριν από σχεδόν 15 χρόνια, θα τραβήξει αυτά τα απαράδεκτα και διαστρεβλωμένα κείμενα από τα σχολικά βιβλία… Και τι έγινε ως τα σήμερα; Τίποτα…!».
Πράγματι! Δεν έγινε τίποτε. Απλά παραμένουμε απαθείς και αδιάφοροι παρακολουθώντας το δηλητηριώδες μίσος με το οποίο οι Αλβανοί ποτίζουν τις παιδικές ψυχές των μαθητών, διαπλάθοντας γενίτσαρους εναντίον της Ελλάδας.
Είναι καιρός να αναλάβει το επίσημο ελληνικό κράτος κάποιες πρωτοβουλίες στήριξης των αποκομμένων ελληνικών πληθυσμών της Βορείου Ηπείρου, ώστε να τους προφυλάξει από τη βουλιμία των αλβανικών εθνικιστικών κύκλων.
πηγή:
πηγή:
9 σχόλια:
Ένα βιβλίο περί Αλβανών με τίτλο: “Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον” θα εκδοθεί το 1907 στην Αθήνα, από τον λόγιο και νομομαθή από το Ναύπλιο, Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδη (1850-1915), ο οποίος διετέλεσε βουλευτής Ναυπλίας, σύμβουλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας και συγγραφέας ιστορικών μελετών. Λέει λοιπόν ο Λαμπρυνίδης: «Μία των αλλεπαλλήλων ανά τας ελληνικάς χώρας αθρόων βαρβαρικών μεταναστάσεων υπήρξε κατ’ εξαίρεσιν ήκιστα δυσήκεστος και πως ευεργετική διά τον Ελληνισμόν. Απ΄αυτών έτι των αρχών της ΙΔης μ.Χ. εκατοεντατηρίδος, περί το έτος 1320, φυλή εύρωστος, φυλή νομάδων, απόγονος των μενεπτολέμων Χαόνων ή Θεσπρωτών και των προελλήνων Σελλών, υπό λιμού και εμφυλίων σπαραγμών ελαυνομένη, διέσχισε τους δρυμούςκαι τας διασφαγάς του Πίνδου, τον Ζυγόν, και εξεχύθη αθρόως εις τα ευεπίβετα πεδία της εριβώλακος Θεσσαλίας, ένθα και κατεσκήνωσεν. Οι Αλβανοί, Σκιπετάρ, ως ωνομάζετο ο φερέοικος ούτος λαός, φεύγοντες τας πενιχράς της κοιτίδων αυτών νάπας, εισέβαλλον τότε εις την θεσσαλικήν γην».
Ο Θ.Ι. Πασχίδης, αν και ταυτίζει λανθασμένα Έλληνες και Αλβανούς, γράφει: «…Ο Σκενδέρμπεης μετά των Αλβανών αντέστη κατά δύο Σουλτάνων, ους και ενίκησεν…Τότε νυν έχον δυνάμεθα διαιρέσει τους Αλβανούς εις δύο μεγάλους κλάδους εις Γκέγκας (ων Ιλλυριοι, Μαυροβούνιοι, Μυρδίται, Κούκοι, Πουλάται και λοιποί) και Τόσκους, ένθα, ως προείπομεν, και άλλοτε εγένοντο εξ Ηπείρου μεταναστεύσεις…Όλοι δε οι Τόσκοι καθορώσιν ότι το μέλλον αυτών εστί σφιγκτώς συνδεδεμένον τω του Ελληνισμού, ως και οι Θυάμιδες (Τσάμιδες) και Ιάπυδες (Λιάπηδες)…Οι Τόσκαι ή Τόσκιδες κατέχουσιν την μέσην Αλβανιαν, την Μουζακίαν, την χώραν του Βερετίου και του Τομάρου την Τομορίτσαν και μέχρι της Πρεμέτης. Η Θυαμουρία (Τσιαμουρία) περιλαμβάνει τους περί τον Θύαμιν και από Μαργαριτίου και Παραμυθίας οικούντας Αλβανούς…Ουδείς των κατοίκων της Αλβανίας ηνέχθη ποτέ ουδ’ ανεχθήσεται ίν’ απαρνηθεί την καταγωγήν αυτού την προγονικήν, την εκ των Πελασγών, και να ευρεθεί γεγυμνωμένος ως ξένος των εθνικών αυτού παραδόσεων, εφ’ αις σεμνύνεται, αναλογιζόμενος ότι προπάτορας έχει τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα, τον Πύρρον…Οι Αλβανοί ονομάζονται μεταξύ αυτών Σκηπετάροι, η δε χώρα ολόκληρος Σκηπερία».
Ο Hobhouse παρατηρούσε πως πλησιάζοντας στο Αργυρόκαστρο άλλαζε η ενδυμασία των χωρικών και τη φαρδιά μάλλινη φουστανέλα των Ελλήνων αντικαθιστούσε η βαμβακερή των Αλβανών, ενώ χρησιμοποιούσαν πλέον περισσότερο την αλβανική γλώσσα. Ενώ μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων οι Χριστιανοί κάτοικοι μιλούσαν περισσότερο τα ελληνικά, εντούτις στην Ηπειρωτική ύπαιθρο οι περισσότεροι μιλούσαν Αλβανικά ενώ ελληνικά μιλούσαν περισσότερο οι άνδρες.
Όσον αφορά στο Αργυρόκαστρο, ο Holland, ο οποίος επισκέφτηκε την Αλβανία το 1812, αναφέρει ότι η πόλη είχε πληθυσμό 4.000 οικογενειών από τις οποίες μόνο 140 ήταν ελληνικές (H. Holland, Ταξίδια στα Ιόνια νησιά, Ήπειρο, Αλβανία, σελ. 272, εκδ. 1899). Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από στοιχεία που δημοσίευσε το 1913 το γενικό στρατηγείο του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τα οποία από τους 11.590 κατοίκους του Αργυροκάστρου οι 9.895 ήταν Αλβανοί και μόνο 1695 Έλληνες (R. Puax, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, εκδ. 1913). Ο Holland γράφει επίσης ότι οι Χειμαριώτες ανήκουν στην αλβανική φυλή των Λιάπηδων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στην Αυλώνα και στο Δελβίνο. Άρα το ότι οι Χειμαριώτες είναι δίγλωσσοι (ασχέτως αν έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση), δεν είναι αλβανική προπαγάνδα του Χότζα. Ο Αραβαντινός το 1856, αναφερόμενος στην Κορυτσά του 1856, γράφει ότι η πόλη κατοικείτο από 2000 οικογένειες, σχεδόν όλες οικογένειες Αλβανών (Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, τόμος 2, σελ. 41, εκδ. 1856).
Η αλβανική 'Λάιμ' των Σκοπίων, φιλοξενεί ένα 'ιστορικό' κείμενο το οποίο έχει τίτλο «Βρετανός πρωθυπουργός: Είμαι στα Ιωάννινα την πρωτεύουσα της Αλβανίας». Το κείμενο αναφέρεται στην ιστορία του Βρετανού Benjamin Disraeli (1804-1881) ο οποίος έχει μείνει στην ιστορία ως μία από τις πιο ζωντανές εικόνες της βρετανικής πολιτικής του δεκάτου ενάτου αιώνα. Είχε διατελέσει δύο φορές πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της Βασίλισσας Βικτωρίας.
Ο Ντισραέλι σε νεαρή ηλικία είχε κάνει μια μεγάλη περιοδεία στην περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, φαινομενικά για λόγους υγείας. Το ταξίδι που διήρκεσε 17 μήνες από τον Ιούνιο 1830 έως τον Οκτώβριο του 1831. Ταξίδευσε προς την Ισπανία, τη Μάλτα, την Αλβανία, την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή και αυτά τα ταξίδια με τις εμπειρίες που αποκόμισε τον διαμόρφωσαν από τα πρώτα χρόνια του με όμορφες αναμνήσεις.
Σύμφωνα με τον αλβανολόγο Robert Elsie, όπως δημοσιεύει στην ιστοσελίδα του -γράφει η εφημερίδα Λάιμ- παρουσιάζει μία επιστολή του Ντισραέλι που την έγραψε προς τον πατέρα από την Πρέβεζα. Για να μην μακρηγορούμε, λοιπόν, ο Ντισραέλι με δύο συντρόφους του φεύγοντας από την Κέρκυρα, μεταφέροντας μία επιστολή του Frederick Adam, του Βρετανού κυβερνήτη των Ιόνιων Νήσων, πήγε στην Άρτα και στα Ιωάννινα που τότε ήταν υπό την οθωμανική κυριαρχία και χαρακτηρίζει την πόλη των Ιωαννίνων ως πρώην πρωτεύουσα της Νότιας Αλβανίας υπο την οθωμανική κυριαρχία (στο αλβανικό κείμενο: atëherë kryeqyteti i Shqipërisë së jugut nën sundimin otoman).
Αναφέρει σε ένα σημείο της επιστολής του όπως παρουσιάζεται στην αλβανική εφημερίδα «Λάιμ» στα αλβανικά:
«E kam përmendur në letrën që të dërgova, se ka mundësi t'i bëj një vizitë Vezirit të madh në lagjet e tij në Janinë, kryeqyteti i Shqipërisë»
Δηλαδή,
«Ανέφερα στην επιστολή που σας έστειλα, ότι μπορεί να κάνω μια επίσκεψη στο Μεγάλο Βεζίρη και στις γειτονιές του στα Ιωάννινα, την πρωτεύουσα της Αλβανίας».
Επίσης, όπως φαίνεται οι Έλληνες της Αλβανίας (οι Βορειοηπειρώτες) μετανάστευσαν εκεί από νοτιότερα μετά τον 13ο αιώνα και δεν έχουν καμιά σχέση με τους αρχαίους Έλληνες της Ιλλυρίας. Αυτό άλλωστε το μαρτυράει η πλήρης ανυπαρξία ιχνών αρχαιοελληνικής γλώσσας στην περιοχή, όπως στη γλώσσα των Ποντίων για παράδειγμα. Άρα η ιδανική εικόνα μια ελληνικής Βορείας Ηπείρου που την εξαλβάνισαν οι κακοί Αλβανοί με τη δημιουργία του αλβανικού κράτους, είναι μια εθνική νεοελληνική φαντασίωση.
Ποιά ήταν όμως η Αλβανία και ποιοι οι Αλβανοί; Ας δούμε την απάντηση στο ερώτημα αυτό από το περιοδικό «Πρεβεζιάνικα Χρονικά»: «Άνω και Κάτω Αλβανία. Αν και τα όρια των δύο αυτών διαιρέσεων είναι πολύ ασαφή. Θα μπορούσαμε ορθά να τις ονομάσουμε Ιλλυρική Αλβανία και Ηπειρωτική Αλβανία. Οι περιοχές που υπάρχουν σε αυτή τη χώρα είναι: Σκούταρι (Σκόδρα), Άνω και Κάτω Ντίμπρα, Κρούγια, Ντούλτσινο, Δυρράχιο, Τίρανα, Ελμπασάν, Οχρίδα, Αυλώνα, Μπεράτι, Μουζακιά, Ντεσνίτσα, Σκραπάρι, Κορυτσά, Κολώνια, Κόνιτσα, Δαγκλή, Τοσκαριά, Μαλακάστρα, Αλμπέρι (ή Λιαπουριά), Αργυρόκαστρο, Χειμάρα, Δέλβινο, Λιουτζαριά, Ζαγόρια, Παλαιο-Πογωνιανή, Γιάννενα και Τσαμουριά. Θα μπορούσε ίσως τώρα να προστεθεί η Άρτα και ο Λούρος, καθώς ζουν σε αυτές τις επαρχίες τόσοι Αλβανοί όσοι και στις περισσότερες από τις πιο πάνω περιοχές……Κατά την άποψη του συνταγματάρχη Ληκ (Leake), ο οποίος μπορεί να κρίνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, είναι απόγονοι κάποιου αρχαίου Ιλλυρικού φύλου που κατάφεραν, λόγω των ορεινών συνόρων τους να μην επιμειχθούν με τους Γότθους, Ούννους, Σκλαβούνους και άλλους λαούς που εισέβαλλαν και εγκαταστάθηκαν στις γύρω περιοχές» («Πρεβεζιάνικα Χρονικά», τ. 41-42, Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2005, Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πρέβεζας).
Ο Σαράντος Καργάκος, στο έργο του «Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες, τόμος Β», (στο 5ο κεφάλαιο) αφού κατηγορεί τους Τσάμηδες για εγκλήματα (ληστείες, φόνοι κ.α.), τους κατηγορεί ότι συνέπραξαν στον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο με τα Γερμανικά και τα Ιταλικά στρατεύματα. Πράγματι ορισμένοι Τσάμηδες υπό την καθοδήγηση της οικογένειας Ντίνο το έκαναν. Ξεχνάει ότι ένα άλλο μέρος των Τσάμηδων συμμετείχε στην αντίσταση με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ όπως και με τον Εθνικό Αντιφασιστικό Απελευθερωτικό Στρατό της Αλβανίας. Τους κατηγορεί για τη σφαγή των Ελλήνων προκρίτων της Παραμυθιάς αλλά ξεχνάει να μας πει για τη σφαγή 75 Τσάμηδων προκρίτων της ίδιας πόλης από τους Έλληνες. Ωστόσο, παραδέχεται ότι αρχικά η στάση των Τσάμηδων ήταν φιλελληνική (το ίδιο διατυπώνει ο Ι.Θ. Πασχίδης για τους Τσάμηδες αλλά και γενικότερα για τους Αλβανούς του Τεπελενίου και της νότιας Αλβανίας) αλλά δεν μας λέει εμπεριστατωμένα τι τους έκανε να αλλάξουν τη στάση τους αυτή. Γιατί; Γιατί δεν μας λέει ποια ήταν η στάση των Ελληνικών αρχών απέναντι στους Τσάμηδες;
Ωστόσο, επειδή η ιστορία είναι ιστορία, του ξεφεύγουν ορισμένες αλήθειες και άθελα του τα λέει ‘όλα’ όταν παραδέχεται ότι: «πρόθεση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν να εκδιώξουν με κάθε θυσία τους Τσιάμηδες», «Όπως ήταν φυσικό, οι ελληνικές αρχές ανέλαβαν από τότε (σημ. Σ. Ι. Κ. δηλαδή τὸ 1925) αληθινή «εκστρατεία» για να πείσουν τους Τσάμηδες να φύγουν», «στην Τσαμουριά εγκατεστάθησαν Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία», «ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων αναφερόμενος στους πληθυσμούς των Ιλλυρο-ηπειρωτικών περιοχών γράφει ότι μερικοί ήσαν δίγλωσσοι («Ένιοι και δίγλωσσοι είσι»)», «Η Ελλάς παύει σιγά σιγά να θεωρείται «μητέρα» από τη στιγμή που το ελληνικό κράτος απαλλοτρίωσε τα τσιφλίκια των ισχυρών τσιάμηδων και τα διένειμε στους ακτήμονες» κ.α.
Ο Καργάκος λοιπόν θυμάται το από 22 Νοεμβρίου 1922 νομοθετικό διάταγμα «Περί επιτάξεως ακινήτων δι' εγκατάστασιν προσφύγων και απαλλοτριώσεως οικοπέδων δι' ανέργεσιν προσφυγικών συνοικισμών». Μάλιστα, με απόφαση του Ν. Πλαστήρα επετράπη η κατάληψη των ακινήτων και των κτημάτων των Τσάμηδων ακόμα και πριν την καταβολή αποζημίωσης. Βέβαια, ξεχνάει να αναφέρει για τους Χριστιανούς Ορθόδοξους που αναγκάστηκαν να εξελληνιστούν και παρέμειναν στην περιοχή, δεν μας λέει τίποτα για όσους Τσάμηδες εξαναγκάστηκαν να ασπαστούν τον Χριστιανισμό για να παραμείνουν στα χωριά τους (τους οποίους το ελληνικό κράτος για λόγους προπαγάνδας αποκαλεί ως «Αρβανίτες» αν και οι ίδιοι μεταξύ τους αυτοαποκαλούνται «Shqiptarë»), ξεχνάει τις διάφορες απαγορεύσεις που είχαν επιβληθεί στους Τσάμηδες (αλλά και σε άλλους μουσουλμάνους πολίτες της Ελλάδας) όπως π.χ. απαγόρευση δικαιοπραξιών, ξεχνάει την εξορία που είχε επιβληθεί στους Τσάμηδες από το καθεστώς Μεταξά αλλά και πολύ πιο πριν (περίπου 2-3.000 Τσάμηδες εξορίστηκαν στην Κρήτη, στη Χίο κ.α.), δασικές εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων, 120 υδρόμυλοι, 500.000 αιγοπρόβατα, 300 χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, 45 χωριά, δημεύτηκαν από το ελληνικό Δημόσιο που εγκατέστησε στην περιοχή έποικους από την Ήπειρο και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, 100 τζαμιά γκρεμίστηκαν.
Θυμάται ο Καργάκος τις δολοφονίες των Ελλήνων προκρίτων της Παραμυθιάς από τους Τσάμηδες αλλά ξεχνάει τις δολοφονίες των Τσάμηδων από τους Έλληνες –σε ορισμένες περιπτώσεις σε συνεργασία με τους Άγγλους- στο Μαργαρίτι (Margëlliç), στους Φιλιάτες (Filati) και αλλού στην περιοχή. Μάλιστα ο διοικητής του 16ου Συντάγματος του ΕΔΕΣ, αντισυνταγματάρχης Αριστείδης Κρανιάς, που έφτασε στην Παραμυθιά, έγραψε ότι «αυτό που επακολούθησε δεν περιγράφεται».
Ας δούμε μερικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή τα γεγονότα από πρώτο χέρι.
Ο Εσαμπουντίν Καντίου λέει: «Μας συγκέντρωσαν όλους στο σπίτι ενός Αλβανού, του Σαλί Αβούζι. Εκεί υπήρχαν και άλλοι που είχαν έρθει στην πόλη μας από τα γύρω χωριά. Εκεί είχαν συγκεντρώσει γυναίκες και μικρά παιδιά, καθόλου άντρες. Μας είχαν εκεί για περίπου 5-6 μήνες. Σχεδόν κάθε μέρα έθαβαν και από ένα παιδί. Μας είχαν πιάσει αρρώστιες, ήμασταν σε άσχημη κατάσταση. Δεν είχαμε να φάμε. Με λίγα λόγια πέθαναν πολλά παιδιά και ηλικιωμένες γυναίκες. Υπήρχαν κάποιες γυναίκες άνω των 80 χρόνων.. οι Έλληνες τους έριχναν από τις σκάλες και πέθαιναν…».
Η Καντριέ Οσμάνι λέει: «Σκότωσαν τον πατέρα μου, τον ξάδερφο μου, τους αδερφούς της μητέρας μου και την αδερφή της μητέρας μου που ήταν παράλυτη. Την έριξαν από τις σκάλες και μετά την πυροβόλησαν…».
Η Καντριέ Αλίου λέει: «Μπήκαν το βράδυ οι Έλληνες στο σπίτι μας, πήραν τα 4 πρόβατα που είχαμε. Η μητέρα μου με το μωρό στην αγκαλιά της τους έλεγε: {Σας παρακαλώ, δεν έχω γάλα για τα παιδιά μου} και ένας στρατιώτης της είπε: {Έχω μόνο μία σφαίρα, δεν είμαι εδώ για να την σπαταλήσω, πήγαινε μέσα}. Άκουγα τις γειτόνισσες μου που φώναζαν και έκλαιγαν. Τις είχαν κόψει τα αυτιά, τους τραβούσαν τα σκουλαρίκια από τα αυτιά τους με τη μία και τους τα έκοβαν. Τις είχαν κόψει τα δάχτυλα για να τις πάρουν τα δαχτυλίδια.. απίστευτα πράγματα. Ξεκοίλιασαν έγκυες γυναίκες. Θυμάμαι ακόμα μία γυναίκα που είχε ένα μεγάλο τραύμα από λόγχη ανάμεσα στους ώμους της».
Ο Ραχμί Ουζέιρι λέει: «Σκότωναν γυναίκες και παιδιά. Είχαν ξεκοιλιάσει γυναίκες και τους έπαιρναν τα έμβρυα μέσα από τις κοιλιές τους. Τους είχαν κόψει τα δάχτυλα και τους έπαιρναν ό,τι κόσμημα φορούσαν..».
Ο Φαήκ Μπολιάτι λέει: «Το πρώτο που μας ζήτησαν ήταν για χρυσό. Ό,τι είχαμε, ό,τι είχαν η μητέρα μου και η θεία μου στον λαιμό τους και στα δάχτυλα τους τους τα άρπαξαν. Τότε είπαν στη μητέρα μου: {Θέλουμε τον γιο σου για ένα λεπτό. Θα τον πάρουμε και θα στον ξαναστείλουμε σε ένα λεπτό}. Δεν το είδα αλλά άκουσα τη μητέρα μου να κραυγάζει και να χοροπηδάει’ είχαν κόψει το κεφάλι του αδερφού μου. Ήταν μόνο 17 χρόνων…. Ένας γείτονας μας μας πήρε μετά στο σπίτι του. Το όνομα του ήταν Τσιλ Μπάρμπα. Του δώσαμε μερικά χρήματα και μας άφησε να μείνουμε στο σπίτι του. Αφού τη νύχτα μας πήρε χρυσαφικά και ό,τι μας είχε απομείνει, μας πήρε την άλλη μέρα σε μία εκκλησία. Στην εκκλησία θυμάμαι ότι τρεις φορές μας έβγαλαν έξω ώστε να μας σκοτώσουν αλλά παρενέβησαν κάποιοι Βρετανοί στρατιώτες και σωθήκαμε.. υπήρχε και μία γυναίκα. Τότε μας πήγαν για τέσσερις μήνες στην Ηγουμενίτσα, σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και σε σπίτια κοντά στο λιμάνι, θυμάμαι ακόμα πως ανοιγόκλειναν τις μεγάλες σιδερένιες τους πόρτες. Άνοιγαν τις πόρτες, έπαιρναν νεαρά κορίτσια και τα βίαζαν. Κάποια επέστρεφαν πίσω, κάποια άλλα τα σκότωναν. Ακούγαμε τις κραυγές τους. Εκεί πέθανε μία από τις αδερφές μου από πείνα και έθαψαν ζωντανή μία θεία μου που τα παιδιά της ζούνε ακόμα».
Η Ραμπιέ Σεριάνι λέει: «Σκότωσαν τον πατέρα μου. Σκότωσαν τον πεθερό της θείας μου. Τους έστειλαν στο τζαμί της Παραμυθιάς. Είπαν στη θεία μου και σε μερικές άλλες γυναίκες να καθαρίσουν το τζαμί. Όταν πήγαν στο τζαμί, ήταν γεμάτο με ακέφαλα πτώματα. Η θεία μου αναγνώρισε τον αδερφό της από τη μπλούζα που φορούσε. Ήταν ο μοναδικός της αδερφός ανάμεσα σε 5 αδερφές που είχε. Αναγνώρισε τον πεθερό της από ένα χαρακτηριστικό που είχε στις κάλτσες του… Τελικά δεν υπήρχε τίποτα να καθαρίσουν. Τις είχαν πάρει στο τζαμί μόνο για να δουν..».
«Ήμουν ήδη παντρεμένη για δύο χρόνια όταν σκότωσαν τον εικοσι-πεντάχρονο αδερφό μου και τους δύο αδερφούς του άντρα μου’ τον Σουλεϊμάν, τον Χαμίτ και τον αδερφό μου τον Εκρέμ. Ο ένας ήταν 39 και ο άλλος ήταν 22 χρονών. Μας πήραν και τα 700 πρόβατα που είχαμε…» λέει μία άλλη ηλικιωμένη πλέον γυναίκα (δεν θυμάμαι το όνομα της).
Αξίζει να αναφερθεί κατά τα μέσα του 14ου αιώνα είχε ήδη συντελεστεί η δημιουργία δύο περιορισμένων αλβανικών «κρατιδίων». Συγκεκριμένα, μετά τη μάχη του Αχελώου (1358 ή 1359), ο αρχηγός των Αλβανών, Κάρολος Θώπια, νίκησε στην Αιτωλία το δυσαρεστήσαντα τους Αλβανούς, Νικηφόρο Β΄ Άγγελο. Επακόλουθο αυτής της νίκης υπήρξε η ίδρυση δύο μικρών αλβανικών πριγκιπάτων, το ένα στην Άρτα, από τον Πέτρο Λιόσα και το άλλο στο Αγγελόκαστρο (Αιτωλία) από τον Γκιν Μπούα Σπάτα (Ψιμούλη, 1995, σελ. 25.).
Να πω εδώ ότι ο Παύλος Μελάς –Ηπειρώτης στην καταγωγή- αν και είχε ακραιφνή ελληνική συνείδηση, όταν πήγε στα αρβανίτικα και στα αλβανικά χωριά της Φλώρινας (όπως π.χ. το βορείως του Νυμφαίου «Νεγκοβάνι» και το νοτίως αυτού «Λέχοβο» ή «Σαχόζ») υιοθέτησε το παρατσούκλι «Μίκης Ζέζας» από τον γιο του που λεγόταν Μίκης και από το αλβανικό «ζέζα» που σημαίνει μαύρος, μαυρίλας και πολλοί λένε ότι το «ζέζα» ήταν το πραγματικό του επίθετο πριν ελληνοποιηθεί (ο ίδιος αποκαλούσε πολλές φορές τον εαυτό του «αρβανίτικο κεφάλι» και ήταν φίλος με πολλούς Αλβανούς/Αρβανίτες της περιοχής όπως οι Νικόλαος (Λάκης) Πύρζας και Αλέξανδρος Κοντούλης (γνωστός και ως καπετάν Σκούρτης) κ.τ.λ. Βλέπουμε λοιπόν ότι στη σημερινή Ελλάδα μας κρύβουν πολλά σχετικά με την ιστορία του τόπου αυτού. Μήπως και αυτά είναι προπαγάνδα του Ενβέρ Χότζα;
Να αναφέρω εδώ ότι μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 19ου αιώνα, κυκλοφορούσε στην Αθήνα εφημερίδα με τίτλο «Η Φωνή της Αλβανίας» (αρχισυντάκτης της ήταν κάποιος Α.Ι.Κουλουριώτης). Η εφημερίδα αναγνώριζε τους Αρβανίτες ως Αλβανούς τους οποίους με τη σειρά θεωρούσε απογόνους των Ιλλυριών και την αλβανική γλώσσα ως αρχαιότατη (βλ. «Η φωνή της Αλβανίας», τεύχος 4, 20 Οκτωβρίου 1879).
Ο Κ.Χ.Βάμβας αναγνωρίζει την αλβανική καταγωγή των Αρβανιτών που πολέμησαν το 1821 εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπέρ των Ελλήνων και λέει: «Ευγνωμοσύνης καθήκον, πολιτισμού υποχρέωσις ήτο, οί νεώτεροι Έλληνες ελευθερωθέντες τού τυρρανικού ζυγού καί ανεξάρτητον έθνος αποτελέσαντες να στρέψωσιν το βλέμμα των περί τα περί εαυτούς ομογενή φύλα καί τον εκπολιτισμόν τούτων, αν όχι την απελευθέρωσιν, μία των κυρίων ενασχολιών των να έχωσιν. Εκείνο δε, πέριξ τού οποίου πάσα μέριμνα Κυβερνητική καί ιδιωτική έπρεπε να περιστραφεί, είναι η Αλβανία, ο ιπποτικός εκείνος τόπος όστις διά των ανδρείων τέκνων του, τα μάλα συνετέλεσεν είς την απελευθέρωσιν τού τμήματος τούτου της Ελλάδος..» (Κ.Χ.Βάμβας)
Επίσης, γιατί κανένας δεν ομολογεί τη βοήθεια και τη στήριξη που πρόσφεραν οι Αλβανοί της Καστοριάς και των γύρω χωριών στον αγώνα του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη; Αν νομίζετε ότι λέω ψέματα, τότε διαβάστε το «Κρήτες Μακεδονομάχοι 1903-1912».
Από τους νεώτερους μελετητές του βαλκανικού χώρου ο Ζωρζ Καστελάν στη μνημειώδη συγγραφή του Ιστορία των Βαλκανίων γράφει πως οι Έλληνες και οι Ιλλυριοί/Αλβανοί είναι οι αρχαιότεροι λαοί της Βαλκανικής. Ένας άλλος ιστορικός του βαλκανικού χώρου, ο Rene Ristelhueber, στην ογκώδη εργασία του «Ιστορία των βαλκανικών λαών» (ελλ. εκδ. Παπαδήμα, 1995) σημειώνει για τους Αλβανούς επιτροχάδην τα εξής: “Απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, οι κάτοικοι αποτελούσαν μια ιδιαίτερη φυλή, αρκετά αρχαία, που χρησιμοποιούσε ένα ιδίωμα παρόμοιο με τις άλλες γλώσσες της περιοχής” (σελ. 231).
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στο Εγχειρίδιον της Γενικής Ιστορίας του, στο οποίο λέει: «Τα Ιλλυρικά έθνη, προϊόντος του χρόνου, εν μέρει μεν ηφανίσθησαν μετά εθνών ετέρας καταγωγής, Μόνοι δε οι Αλβανοί θεωρούνται υπό των πλείστων νεωτέρων ερευνητών γνήσιον της φυλής εκείνης λείψανον, ως εκ της παραθέσεως της γλώσσης αυτών μετά των περισωθεισών από της αρχαίας Ιλλυρικής λέξεων» (τομ. Α, σελ. 96).
Ο Γεώργιος Χατζιδάκις, ο πατέρας της ελληνικής γλωσσολογίας, στο σύγγραμμά του «Περί του Ελληνισμού των αρχαίων Μακεδόνων», αν και θεωρεί το μεγαλύτερο μέρος των αρχαίων Ηπειρωτών ως Ελλήνων, αναγνωρίζει τους Αλβανούς ως απογόνους των αρχαίων Ιλλυριών και αυτόχθονες στα Βαλκάνια: «Το δύσκολον ή μάλλον το αδύνατον του πράγματος κατανοεί τις αποβλέψας εις την φύσιν των Ιλλυριών και των απογόνων αυτών Αλβανών».
Ο επιγραφολόγος Fick στο Beitrage του Bezzenberger (Τομ. Γ σελ. 266) αναγνωρίζει τους Αλβανούς ως απογόνους των αρχαίων Ιλλυριών.
Ο Gotfried Wilhelm Leibnitz (1646-1717) έγραψε σε ένα γράμμα του στις 10 Δεκεμβρίου 1709: «Η αλβανική γλώσσα είναι η γλώσσα των αρχαίων Ιλλυριών».
Ο Hans Eric Tuhnman (1746-1778), ιστορικός από τη Σουηδία και καθηγητής στο πανεπιστήμιο halles, έγραψε στο βιβλίο του «Studies about the history of the eastern balkan nations» ότι: «Οι Αλβανοί είναι οι πραγματικοί απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών».
Ο Johan Georg Von Han, απόφοιτος από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, δούλεψε ως δικαστής στο απελευθερωμένο ελληνικό βασίλειο στα 1830-47. Μαζί με τον Έλληνα γλωσσολόγο Κωνσταντίνο Χριστοφορίδη, ταξίδεψαν σε διάφορα μέρη της Αλβανίας (η οποία τότε δεν είχε ανακηρυχθεί επίσημα ως κράτος) και το 1854 ο Von Han εξέδωσε το τρίτομο έργο του «Albanian Studies» στο οποίο έγραψε: «Η αλβανική γλώσσα είναι η απευθείας απόγονος της Ιλλυρικής. Η ιλλυρική προέρχεται από την Πελασγική γλώσσα και είναι μία από τις αρχαιότερες γλώσσες».
Ο Gustav Mayer (1850-1900), καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Graz της Αυστρίας, μέλος της ακαδημίας επιστημόνων της Βιέννης και μελετητής της τουρκικής, της ελληνικής και της αλβανικής γλώσσας, αφού μελέτησε ό,τι στοιχεία υπήρχαν σχετικά με τη ζωή των Ιλλυριών, είπε: «Οι απόγονοι των Ιλλυριών είναι οι Αλβανοί και η αλβανική γλώσσα είναι η μετεξέλιξη της ιλλυρικής’ μία από τις παλαιότερες γλώσσες της Ευρώπης και ίσως και όλου του κόσμου».
Ο Edward Schneider, Γάλλος ερευνητής, έγραψε στο βιβλίο του «Οι Πελασγοί και οι απόγονοι τους» ότι: «Η αλβανική γλώσσα είναι το καθαρότερο και πιο πειστικό παράδειγμα της πελασγικής γλώσσας».
Ο Holger Pedersen (1867-1953), καθηγητής-γλωσσολόγος στο πανεπιστήμιο της Κοπενχάγης, έγραψε στις μελέτες του σχετικά με την αλβανική γλώσσα: «Η αλβανική γλώσσα είναι η απόγονος της ιλλυρικής γλώσσας».
Ο Δημήτριος Δημόπουλος λέει ότι «η μερική Διναροποίηση της Ηπείρου όπου η πλατυϊνία υπερβαίνει το 40% είναι σαφής» (ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα η πλατυϊνία κυμαίνεται κατά 2,5 με 13% σύμφωνα με τις έρευνες των ανθρωπολόγων) και «κάποια Διναρική επιμειξία υπάρχει μόνο στην Ήπειρο» και λέει χαρακτηριστικά: «Η συγκέντρωση Ιλλυριών στα παράλια της Αδριατικής, η εισχώρηση τους προς την Ήπειρο και την Ακαρνανία αλλά και η πιθανή επιμειξία τους με τους Δωριείς, έφεραν στη δυτική κυρίως Ελλάδα μία διναρική συμμετοχή στον Μεσογειακό πληθυσμό» ενώ επίσης καταγράφει ότι οι Έλληνες της βορείου Ηπείρου (αλλά και της υπόλοιπης Ηπείρου) έχουν ρινικό δείκτη περίπου και άνω του 65% (τη στιγμή που κατά τον Πίτσιο οι υπόλοιποι Έλληνες και ιδιαίτερα αυτοί της Πελοποννήσου έχουν ρινικό δείκτη μεγαλύτερο του 67,3%) ενώ ο Ξυροτήρης διατυπώνει την άποψη του λέγοντας «Η δυτική Ελλάδα είναι βασικά Διναρική» (Ξυροτύρης, Rassengeschichte von Griechenland εις Rassengesch der Menschheit, vi, 1975), αν και οφείλουμε να πούμε ότι ο Δημόπουλος διαφωνεί ποσοτικά με τα συμπεράσματα του Ξηροτύρη.
Στην εγκυκλοπέδια Μπριτάνικα λέγεται ότι: «Οι Ιλλυριοί κατοίκησαν στη δυτική πλευρά των Βαλκανίων…από εκεί που βρίσκεται η σημερινή Σλοβενία στα βόρειο-δυτικά μέχρι την Ήπειρο» (Encyclopedia Britannica, p. 615, 2002).
«Από τα αρχαία χρόνια τα βουνά της Ηπείρου και της Ιλλυρίας κατοικήθηκαν από Αλβανούς» (The Catholic Encyclopedia, p. 87, 1913).
«Ενδέχεται οι Ιλλύριοι να είναι οι πρόγονοι των σημερινών Αλβανών. Οι φυλές δυτικά της Πίνδου θεωρούνταν πάντα λιγότερο ελληνικές από αυτές στα ανατολικά της και το Ιλλυρικό στοιχείο στην περιοχή αυτή ήταν περισσότερο από το ελληνικό» (Library of Universal History and Popular Science, p. 721).
«Στα παλαιά χρόνια η Ήπειρος και η Ιλλυρία μαζί εκτείνονταν από την περιοχή της Τεργέστης (στα βόρεια) μέχρι τον κόλπο της Άρτας (τον Αμβρακικό κόλπο στα νότια), στα βόρεια του οποίου κατοικούσαν οι Ηπειρώτες ενώ στα νότια οι Έλληνες…» (International Conciliation, issues 134-139).
«Ο Θεόπομπος (340 π.Χ.) καταγράφει 14 διαφορετικά έθνη στην Ήπειρο, ανάμεσα στα οποία κυρίαρχη θέση στην Ήπειρο είχαν οι Μολοσσοί και οι Χάονες. Είναι πιθανόν ότι άλλα από αυτά ήταν Ιλλυρικά άλλα ημι-μακεδονικά, όλα αυτά όμως τα καταγράφει κάτω από το κοινό όνομα Ηπειρώτες» (George Grote, History of Greece, vol. 3, p. 414 – 1987).
«Οι Ιλλύριοι κατοικούσαν στα βουνά της Πίνδου και στις ακτές της Αδριατικής, εκτείνονταν μέχρι μέσα στην Ήπειρο» (A Companion to Homer, p. 312 –Alan John Bayard Wace & Frank H. Stubbings- History, 1962).
Ο Κώστας Μύρτιλος-Αποστολίδης λέει: «Οι Ηπειρώτες μερικές φορές αποκαλούνταν ‘Αλβανοί’ επειδή μιλούσαν την Αλβανική γλώσσα» (Ο Στενίμαχος, σελίδα 34, Αθήνα 1929).
Ο Malte Brun λέει σχετικά με τους Αλβανούς: «Ήταν δυνατοί, γενναίοι και αντιστεκόντουσαν στην κούραση. Ήταν οι στρατιώτες του Πύρου, του Σκεντέρμπέη και του Αλή Πασά» (Universal Geography or A description of all parts of the world…, Conrad Malte-Brun 1829, P. 107).
Ο Theodor Mommsen είπε: «Οι γενναίοι Ηπειρώτες, οι Αλβανοί της αρχαιότητας, προσκολλήθηκαν με γενναιότητα στον δυνατό αυτόν νέο [προφανώς εννοεί τον Πύρρο ή τον Σκεντέρμπέη] τον οποίο αποκαλούσαν αετό» (The History of Rome, p. 399 – 1864).
Ο Robert Gordon Latham λέει: «Είναι πλέον βέβαιο ότι υπήρχε Σκιπετάρικο (αλβανικό) αίμα σε περισσότερους από έναν αρχαίους ήρωες. Υπήρχε σκιπετάρικο αίμα στις φλέβες περισσοτέρων τους ενός βασιλιάδων του αρχαίου ελληνιστικού κόσμου. Ο Πύρρος για παράδειγμα και οι Τημενίδες της Μακεδονίας ήταν πιθανόν περισσότερο ή λιγότερο Σκιπετάροι» (The Nationalities of Europe, p. 7, 1863).
Ο Αθανάσιος Γιάγκας στον πρόλογο του βιβλίου του Hammond για την Ήπειρο, προπαγανδιστικά γράφει: «Κι όλοι γνωρίζουμε ότι με τη βοήθεια του Κάδμου οι Εγχελείς όχι μόνο αναχαίτισαν τους Ιλλυριούς, μα και τους νίκησαν και τους υπέταξαν». Όμως οι Εγχελοί ήταν Ιλλυρική φυλή και ο Κάδμος θεωρείται από τους Έλληνες ως πατέρας του Ιλλυριού. Τελικά μεγαλύτεροι προπαγάνδα κάνουν οι Έλληνες ή οι Αλβανοί;
Διαβάστε το βιβλίο "Η Καταγωγή των Αλβανών" του Μάριου Δημόπουλου. Αν και καταλήγει σε κάποια συμπεράσματα διαφορετικά από τα δικά μου, εντούτις το θεωρώ πολύ διαφωτιστικό.
Δημοσίευση σχολίου