Στο
τελευταίο άρθρο εκτιμήσαμε ότι πρόθεση της Αμερικανικής ηγεσίας είναι να έλθει
σε συμβιβασμό με τη Ρωσία στη Συρία και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, ώστε να
καταστεί εφικτή η γενικότερη ανακατάταξη των δυνάμεων της, με τρόπο που να
ιεραρχείται η ανάγκη διασφάλισης των Αμερικανικών συμφερόντων στην Άπω
Ανατολή και ιδιαίτερα στη Νότια Κινεζική Θάλασσα.
Επίσης
τονίσαμε ότι η επίτευξη και η διατήρηση, ενός θετικού για τα συμφέροντα των ΗΠΑ
Ρωσοαμερικανικού συμβιβασμού, αφενός προϋποθέτει την άμεση πολιτική, οικονομική
και στρατιωτική του υποστήριξη από άλλες χώρες της Δύσης (Γαλλία, Μ.
Βρετανία) και από σημαντικές δυνάμεις της περιοχής (Τουρκία,
Σ. Αραβία, Αίγυπτο, Ισραήλ), αφετέρου απαιτεί την ανάσχεση της
ανόδου της Ιρανικής περιφερειακής επιρροής.
Κλιμάκωση της έντασης
Ωστόσο
η κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία, με αφορμή την
υποτιθέμενη χημική επίθεση του Συριακού καθεστώτος στην τελευταία
ανταρτοκρατούμενη πόλη της Αν. Γούτα κοντά στη Δαμασκό (το
οποίο τελούσε υπό τον έλεγχο των τζιχαντιστών της οργάνωσης Jaish Al-Islam, η
οποία υποστηρίζεται από τη Σ. Αραβία), η οποία κορυφώθηκε με τις
πυραυλικές επιθέσεις της πρώτης εναντίον υποδομών του καθεστώτος το περασμένο
Σάββατο, έδειξε ότι η επίτευξη ενός τέτοιου συμβιβασμού είναι και δύσκολη και
επικίνδυνη υπόθεση.
Η δυσκολία και η επικινδυνότητα του εγχειρήματος προκύπτει
από δύο σημαντικούς παράγοντες.
·
Πρώτον) Από τη μέχρι τώρα άρνηση της
Ρωσίας να αποδεχτεί τον έλεγχο των πολύ σημαντικών, από οικονομικής άποψης,
περιοχών της Αν. Συρίας από δυνάμεις φιλικές προς τη Δύση, καθώς και την άρνηση
της να επιτραπεί στους Δυτικούς αξιόλογή πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων
της Συρίας μετά το τέλος του πολέμου.
·
Δεύτερον) Από την αντίσταση που προβάλλουν
ορισμένα τμήματα της Αμερικανικής Ελίτ (μεγαλομέτοχοι μονοπωλιακών ομίλων και
δορυφόροι τους), ιδίως αυτά που σχετίζονται με την ενέργεια, στο ενδεχόμενο
μεγαλύτερης απεμπλοκής των ΗΠΑ από την Μ. Ανατολή. Τα τμήματα αυτά της
Αμερικανικής Ελίτ διατηρούν ισχυρή επιρροή στα διάφορα κέντρα λήψης αποφάσεων
της χώρας.
Σε
αυτά τα πλαίσια οι κινήσεις της Αμερικανικής ηγεσίας στοχεύουν, τόσο στο να
εξαναγκάσουν τη Ρωσία σε υποχωρήσεις, όσο και στο να καθησυχάσουν τα εν λόγω
τμήματα της Αμερικανικής Ελίτ σχετικά με την ασφάλεια των συμφερόντων τους. Ως
εκ τούτου ως άμεσες προτεραιότητες της πολιτικής των ΗΠΑ στη χώρα ξεχωρίζουν:
Η συμμετοχή των Αμερικανικών εταιρειών στην εκμετάλλευση των
ενεργειακών κοιτασμάτων Ανατολικά του Ευφράτη ποταμού.
Η
χάραξη των ενεργειακών αγωγών, μετά το τέλος του πολέμου, με τρόπου που δε θα
αγνοεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ, καθώς και τη συμμετοχή σε αυτούς Αμερικανικών
κεφαλαίων.
Η
διατήρηση επι Συριακού εδάφους στρατιωτικών βάσεων από τις χώρες τις Δύσης και
από φιλικές προς τη Δύση χώρες τις περιοχής, ώστε να εξισορροπείται σε κάποιο
βαθμό η στρατιωτική παρουσία της Μόσχας και να καταστέλλονται, όταν κρίνεται
απαραίτητο, οι στρατιωτικές κινήσεις του Ιράν.
Η
συμμετοχή φιλοδυτικών πολιτικών ομάδων στο σύστημα λήψης αποφάσεων των περιοχών
που σήμερα αποτελούν τη Συριακή επικράτεια, ώστε να επιτραπεί στις ΗΠΑ να
ασκούν κάποια επιρροή στη χώρα, εις βάρος της επιρροής που ασκούν η Ρωσία, το
Ιράν και η Κίνα.
Η επίθεση του Σαββάτου ήταν ενταγμένη στη γενικότερη
προσπάθεια υλοποίησης των παραπάνω προτεραιοτήτων.
Έδωσε
την ευκαιρία στη Δύση να φανεί συσπειρωμένη και αποφασισμένη έναντι της Ρωσίας,
απαιτώντας από αυτή να προχωρήσει στις απαραίτητες υποχωρήσεις. Πρόσθετα
σηματοδότησε την εντονότερη παρουσία στη Συριακή σύγκρουση της Γαλλίας, η οποία
εγκαθιστά βάσεις στη Β. Συρία και της Μ. Βρετανίας, η οποία για πρώτη φορά μετά
από πολλά χρόνια ξαναστήνει βάσεις στον Περσικό Κόλπο (Βάση στο Μπαχρέιν).
Επιπλέον
συνάντησε την ένθερμη υποστήριξη του Ισραήλ, της Σ. Αραβίας, των ΗΑΕ κ.α άλλων
παλιών συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή, των οποίων η φιλία είναι σήμερα
απαραίτητη για τις ΗΠΑ όσο ποτέ άλλοτε στο πρόσφατο παρελθόν.
Παράλληλα
λειτούργησε ως εργαλείο για τη διάσπαση του άξονα Ρωσίας – Τουρκίας, μιας και η
τελευταία υποστήριξε την επίθεση συνεχίζοντας την πολύ επιθετική τακτική της
εναντίον του Συριακού καθεστώτος. Τέλος οι στόχοι που τελικά επλήγησαν, δεν
προκάλεσαν κίνδυνο για την ασφάλεια του καθεστώτος, ούτε μπορούν να αλλάξουν
τον ρου των πολεμικών επιχειρήσεων, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο τη συνέχιση
του διαλόγου μεταξύ Ρωσίας- Δύσης, αλλά και μεταξύ όλων των εμπόλεμων μερών.
Ο
χρόνος θα δείξει αν η συγκεκριμένη ενέργεια αρκεί για τη δρομολόγηση του
επιδιωκόμενου από την Αμερικανική ηγεσία συμβιβασμού ή θα οδηγήσει σε κλιμάκωση
των εκατέρωθεν στρατιωτικών ενεργειών, με κίνδυνο τη γενικότερη ανάφλεξη της
περιοχής. Στο πρώτο ενδεχόμενο, όπως εξηγήσαμε στο προηγούμενο άρθρο, η χώρα
μας και η Κύπρος θα βρεθούν αντιμέτωπες με μια πιο αυτόνομη και ενισχυμένη
Τουρκία.
Στη
δεύτερη περίπτωση, ως προκεχωρημένα φυλάκια της Δύσης στην Αν. Μεσόγειο και ως
καθοριστικός παράγοντας για τη διεξαγωγή των στρατιωτικών της επιχειρήσεων στην
περιοχή, θα κληθούν να διαχειριστούν τόσο την οργή της Ρωσίας και των συμμάχων
της, όσο και την απρόβλεπτη συμπεριφορά της Τουρκίας, η οποία θα
παζαρεύει με τις μεγάλες δυνάμεις την υποστήριξη της στις ανταγωνιστικές
τους επιδιώξεις.
Παρ’
όλα αυτά η Ελληνική ελίτ διατυμπανίζει σε πολύ υψηλούς τόνους ότι η συμμετοχή
της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ εγγυάται την ασφάλεια του Ελληνικού λαού…
Γιάννης Χουβαρδάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου