Όπως έχουμε ήδη περιγράψει ο νέος βαρύς χειμώνας, στον οποίο βυθίστηκε η Μ. Ανατολή μετά το 2010, διαμορφώθηκε στη βάση της απόφασης των ΗΠΑ να μειώσουν το βαθμό ανάμειξης τους στην περιοχή.
_
Μέρος 4ο
--
Αυτή η απόφαση τους προέκυψε ως απόρροια της επείγουσας ανάγκης να παρεμποδιστεί η άνοδος της Κίνας, σε μια εποχή όπου η οικονομική κρίση και οι στρατιωτικές τους περιπέτειες σε Ιράκ-Αφγανιστάν, περιόριζαν τη δυναμική των κινήσεων τους στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Η Αμερικανική σχιστολιθική επανάσταση
Παράλληλα ενισχύθηκε από την αντίληψη που επικρατούσε στο εσωτερικό μεγάλου μέρους της Αμερικανικής ελίτ (μεγαλομέτοχοι μονοπωλιακών ομίλων και οι κοινωνικοί και πολιτικοί τους δορυφόροι), ότι η Αμερικανική σχιστολιθική επανάσταση στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου και η εντυπωσιακή άνοδος της Αμερικανικής παραγωγής υδρογονανθράκων (Υ/Α), σύντομα θα καθιστούσαν ενεργειακά αυτάρκεις τις ΗΠΑ,ελαχιστοποιώντας την εξάρτηση τους από τις εισαγωγές Μ. Ανατολικών Υ/Α.
Η ανάδυση μιας νέας ανταγωνιστικής προς τη Δύση νέο-Οθωμανικής συμμαχίας, Τουρκία-Κατάρ-ΜΑ.
Σε αυτά τα πλαίσια η κυβέρνηση Ομπάμα επένδυσε στην ικανότητα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας(ΜΑ) να απαλλάξει τη Μ. Ανατολή από καθεστώτα που ήταν εχθρικά ή βαρίδια για τη Δύση και να τα αντικαταστήσει με σταθερές και φιλικές προς τα Αμερικανικά συμφέροντα Ισλαμικές κυβερνήσεις, καθιστώντας μη αναγκαία τη διατήρηση του υψηλού βαθμού εμπλοκής της στην περιοχή.
Ωστόσο τα αποτελέσματα της πολιτικής της ήταν το χάος, η γιγάντωση τζιχαντιστικών οργανώσεων, η αύξηση της Ιρανικής επιρροής, η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ- Σ. Αραβίας (Βασικός πετρελαϊκός προμηθευτής των ΗΠΑ) και η ανάδυση μιας νέας ανταγωνιστικής προς τη Δύση νέο-Οθωμανικής συμμαχίας, Τουρκία-Κατάρ-ΜΑ.
Τροποποίηση της πολιτικής των ΗΠΑ
Οι παραπάνω εξελίξεις εξανάγκασαν την κυβέρνηση Ομπάμα να τροποποιήσει την πολιτική της. Προς αυτή την κατεύθυνση επίσης συνηγόρησε η ραγδαία πτώση των πετρελαϊκών τιμών μετά το 2014, η οποία προκάλεσε μείωση της ακριβής Αμερικανικής σχιστολιθικής παραγωγής.
Τότε οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν ότι θα παραμείνουν για πολλά χρόνια ακόμη εξαρτημένες από το πετρέλαιο του Βασιλείου της Σ. Αραβίας (ΒΣΑ), αλλά και ότι ο βαθμός αλληλεξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας είναι τέτοιος, ώστε σε περίπτωση οικονομικής κρίσης, λόγο της διακοπής της τροφοδοσίας της παγκόσμιας οικονομίας με Μ. Ανατολικό πετρέλαιο, η οικονομία τους δε θα μείνει αλώβητη.
One Belt One Road (OBOR)
Πρόσθετα υπέρ της τροποποίησης της Αμερικανικής πολιτικής λειτούργησε και η εξαγγελία της Κίνας στα τέλη του 2013 για την υλοποίηση του σχεδίου One Belt One Road (OBOR), ένα κολοσσιαίο επενδυτικό εγχείρημα με το οποίο η Κίνα φιλοδοξεί να ενώσει τις οικονομίες της Ευρασίας σε μία ενιαία ζώνη σύμφωνα με τον παλιό χερσαίο και θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού.
Αμεση Αμερικανική ανάμειξη
Έτσι το επιτελείο Ομπάμα αντιλήφθηκε πως η εξυπηρέτηση των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην περιοχή, τα οποία πρωτίστως αφορούν τον έλεγχο της ροής των Υ/Α και μετά το 2013 την εποπτεία των εμπορικών οδών, προϋποθέτει μεγαλύτερη από την αρχικά προβλεπόμενη άμεση Αμερικανική ανάμειξη, ιδιαίτερα σε στρατιωτικό επίπεδο.
«Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης» (JCPOA).
Ταυτόχρονα για τη σταθεροποίηση της Μ. Ανατολής και τον περιορισμό της Κινεζικής και Ρωσικήςδιείσδυσης σε αυτήν, απέσυραν τη στήριξη τους στη νέο-Οθωμανική συμμαχία, ενίσχυσαν στρατιωτικά τους Κούρδους, πίεσαν την Ισραηλινή κυβέρνηση για την επανέναρξη του διαλόγου με τους Παλαιστίνιους και κατέληξαν σε συμβιβασμό με το Ιράν, στο περίφημο «Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης» (JCPOA).
Η Ρωσική εμπλοκή αλλάζει τα δεδομένα
Ωστόσο και πάλι τα αποτελέσματα δεν ήταν θετικά για τις ΗΠΑ. Η Ρωσική στρατιωτική εμπλοκή στο Συριακό εμφύλιο ελαχιστοποίησε τα περιθώρια στρατιωτικών κινήσεων της Ουάσιγκτον στη Μεσοποταμία, οριστικοποίησε την άνοδο της Ρωσικής και Κινεζικής επιρροής στη Μ. Ανατολή και προσέφερε εναλλακτικές «φιλίες» στη νέο-Οθωμανική συμμαχία.
Τέλος προκάλεσε την οργή όλων των μέχρι πρότινος συμμάχων τους (Ισραήλ, Τουρκία, ΒΣΑ), ενώ παγίωσε την επιρροή του Ιράν από την Κεντρική Ασία μέχρι τις ακτές της Μεσογείου.
Η πολιτική του Ντόναλντ Τράμπ
Ως εκ τούτου μια νέα τροποποίηση της Αμερικανικής πολιτικής από το νέο Πρόεδρο Ντ. Τράμπ κατέστη απολύτως αναγκαία για τα Αμερικανικά συμφέροντα. Από τις μέχρι τώρα κινήσεις και διακηρύξεις του Αμερικάνου προέδρου προκύπτει πως οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κινούνται στην κατεύθυνση περιορισμού της άμεσης εμπλοκής τους στην περιοχή, με στόχο τον απεγκλωβισμό ανθρώπινων και υλικών πόρων.
Παράλληλα ο βαθμός άμεσης ανάμειξης που επιδιώκουν να διατηρήσουν παραμένει αντικείμενο διαμάχης μεταξύ του τμήματος της Αμερικανικής ελίτ (Πεντάγωνο) που επιμένει στην πιο ευρεία άμεση εμπλοκή και εκείνου (Λευκός Οίκος) που επιθυμεί την ελαχιστοποίηση της.
Νο 1 προτεραιότητα των ΗΠΑ
Ταυτόχρονα ως νούμερο 1 προτεραιότητα των ΗΠΑ αναδύεται η ανάγκη αποδυνάμωσης του Ιράν, για χάρη της οποίας αποχώρησαν από το JCPOA και προχώρησαν ήδη στην επιβολή του πρώτου γύρου οικονομικών κυρώσεων εναντίον του. Οι τελευταίες έχουν ως βασικό στόχο τη συρρίκνωση της πετρελαϊκής παραγωγής της χώρας, καθώς απ’ αυτή εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό τα έσοδα της. Μάλιστα διάφοροι Αμερικανοί αξιωματούχοι διαμηνύουν πως επιθυμία των ΗΠΑ είναι να εκμηδενίσουν τις Ιρανικές πετρελαϊκές εξαγωγές.
Όπως είναι φυσικό οι συγκεκριμένες ενέργειες και απειλές των ΗΠΑ, συνδυαστικά με τις φήμες που κυκλοφορούν για περιορισμένης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και του Ισραήλ εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων της Τεχεράνης, προκαλούν τις έντονες αντιδράσεις της τελευταίας, η οποία αυξάνει το επίπεδο ετοιμότητας των ενόπλων δυνάμεων και με τη σειρά της απειλεί ότι θα κλείσει τα στενά του Ορμούζ, ελαχιστοποιώντας τις εξαγωγές πετρελαίου από τη Μ. Ανατολή και προκαλώντας ασφυξία στην παγκόσμια οικονομία, σε περίπτωση που υλοποιηθούν οι Αμερικανικές απειλές.
Ο αναγκαίος συμβιβασμός με τη Μόσχα
Σε αυτά τα πλαίσια ο Λευκός Οίκος αντιλαμβάνεται ότι κανένας από τους παραπάνω στόχους δε δύναται να ολοκληρωθεί επιτυχώς δίχως την επίτευξη ενός αναγκαίου συμβιβασμού με τη Μόσχα, ο οποίος θα τερματίσει, έστω και προσωρινά, τη μεταξύ τους αντιπαράθεση σε κάποια μέτωπα, θα οριοθετήσει την επιρροή της Ρωσίας σε συγκεκριμένες περιοχές και θα επιτύχει κάποιο βαθμό ανοχής εκ μέρους της στην επιθετικότητα των ΗΠΑ έναντι του Ιράν.
Η συνάντηση κορυφής Πούτιν-Τράμπ στις 16 Ιούλη στο Ελσίνκι, για την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος προσπάθησε και επικρίθηκε πολύ, φαίνεται πως είναι η αρχή αυτής της διαδικασίας. Ωστόσο το μέλλον της δε μπορεί να θεωρείται δεδομένο, αφενός γιατί τα περιθώρια υποχωρήσεων των δύο πλευρών ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα ανελαστικά, αφετέρου διότι το λόμπι στο εσωτερικό των ΗΠΑ που επιθυμεί την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Μόσχα μπορεί να αποδειχθεί ικανό να ακυρώσει τις κινήσεις του Προέδρου.
Ανάδυση ισχυρών φίλο-Αμερικανικών δυνάμεων
Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το εύρος του, ο επικείμενος περιορισμός της άμεσης Αμερικανικής εμπλοκής στη Μ. Ανατολή, θα πρέπει να συνοδευτεί από την ανάδυση στην περιοχή ισχυρών φίλο-Αμερικανικών δυνάμεων, οι οποίες, εν απουσία του παρόντος βαθμού Αμερικανικής ισχύος, θα διασφαλίζουν την ικανοποίηση των Αμερικανικών συμφερόντων.
Αυτές οι δυνάμεις θα συγκρατούν την άνοδο της Ρωσικής-Κινεζική-Ιρανικής επιρροής, τόσο σε περιόδους συμβιβασμού, όσο και περιόδους κλιμάκωσης του ανταγωνισμού με την Ουάσιγκτον.
Συνεπώς η κυβέρνηση Τράμπ, απολαμβάνοντας στο συγκεκριμένο θέμα σαφέστατα ευρύτερη στήριξη από την Αμερικανική ελίτ, επιδιώκει να αναθερμάνει τις συμμαχίες των ΗΠΑ, τις οποίες πάγωσε η κυβέρνηση Ομπάμα και να εμπλέξει περισσότερο στη Μ. Ανατολή τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και αλλού.
Το δεύτερο δείχνει πιο εύκολο μιας και οι παλιές αποικιακές δυνάμεις της Ευρώπης, έχουν από καιρό συνδέσει την τύχη της ανάκαμψης των ασθενών τους οικονομιών, αλλά και την ικανότητα της ισχύος τους να εξισορροπεί τη Ρωσική ισχύ, με την εκμετάλλευση των πρώην αποικιών τους στη Μ. Ανατολή και ειδικά με τη λεηλασία του ενεργειακού πλούτου της περιοχής.
Έτσι Γαλλία και Μ. Βρετανία επιστρέφουν στρατιωτικά στη Μ. Ανατολή, ενώ με το ενδεχόμενο της άμεσης στρατιωτικής ανάμειξης φλερτάρει και η Γερμανία.
Πολιτική του «καρότου και μαστίγιου».
Ωστόσο η αναθέρμανση των παλιών συμμαχιών αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση για το Λευκό Οίκο, ο οποίος για να τιθασεύσει τους παλιούς φίλους των ΗΠΑ χρησιμοποιεί την τακτική «καρότο και μαστίγιο».
Το καρότο το είδαμε στην περίπτωση του ΒΣΑ, με το οποίο σύναψε εμπορικές-στρατιωτικές συμφωνίες μαμούθ και το οποίο «ευλόγησε» να κλιμακώσει τον πόλεμο εναντίον της Ιρανικής επιρροής στον Μουσουλμανικό κόσμο (Υεμένη, Λίβανος) και να καταστείλει τις προσπάθειες αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής του Κατάρ.
Επίσης εκφράστηκε στην απόφαση της Αμερικανικής κυβέρνησης να στηρίξει το Ισραήλ στο ζήτημα του Εβραϊκού εποικισμού των Παλαιστινιακών εδαφών και στη μεταφορά της Αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ.
Πρόσθετα αποτυπώθηκε στην ανοχή των επιθετικών ενεργειών της Τουρκίας σε Συρία-Ιράκ-Αν. Μεσόγειο και στην αναγνώριση των ανησυχιών της σχετικά με τη διασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας (Κούρδοι). Επιπλέον διαφάνηκε στη στήριξη της Ιρακινής κυβέρνησης να ακυρώσει το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας των Κούρδων του Β. Ιράκ.
Τέλος έγινε ορατό στην παροχή οικονομικής-στρατιωτικής βοήθειας προς την Αίγυπτο και στην παρότρυνση προς το ΒΣΑ να μην κλιμακώσει τις ενέργειες του έναντι του Κατάρ, όταν το τελευταίο συμμορφώθηκε με ορισμένες από τις απαιτήσεις των ΗΠΑ, λίγο μετά την έναρξη της διένεξης του με το ΒΣΑ, το καλοκαίρι του 2017.
Αντίθετα το μαστίγιο το είδαμε αρχικά απέναντι στο Κατάρ, όταν οι ΗΠΑ έδωσαν το πράσινο φως στο Ριάντ να επιβάλλει στη Ντόχα σκληρές κυρώσεις. Ακόμη περισσότερο όμως το βλέπουμε στην οικονομική και πολιτική πίεση που ασκούν οι ΗΠΑ στην Τουρκία, με αφορμή την υπόθεση κράτησης ενός Αμερικάνου Πάστορα στις Αμερικανικές φυλακές.
Στην πραγματικότητα οι πιέσεις των ΗΠΑ στην Τουρκία δεν αντανακλούν τίποτε περισσότερο από την οργή της Αμερικανικής κυβέρνησης απέναντι στην άρνηση της Τουρκικής να αποδεχτεί τις Αμερικανικές προσφορές και να ευθυγραμμιστεί με τους Αμερικανικούς σχεδιασμούς, ιδιαίτερα σε θέματα συνεργασίας με τη Ρωσία και το Ιράν.
Επανασυσπείρωση
Σε πρώτη φάση η τακτική του Λευκού Οίκου φαίνεται να επανασυσπειρώνει χώρες, όπως το Ισραήλ, το Κατάρ και το ΒΣΑ στην πολιτική γραμμή της Ουάσιγκτον.
Ωστόσο η de facto αναβάθμιση του ρόλου της Ρωσίας στην περιοχή, εξακολουθεί να ωθεί και αυτές τις δυνάμεις να συνδιαλέγονται και να συνεργάζονται μαζί της, καθώς η στήριξη της Ουάσιγκτον πλέον δεν αρκεί για να επιτύχουν τα συμφέροντα τους.
Έτσι το Ισραήλ κουβεντιάζει απευθείας με τη Μόσχα για το μέλλον της Ν.Δ Συρίας, ενώ Ντόχα και Ριάντ επιθυμούν την απόκτηση Ρωσικών οπλικών συστημάτων (S-400).
Παράλληλα η Αίγυπτος διευρύνει τη στρατιωτική και πολιτική της συνεργασία με τη Ρωσία.
Πρόσθετα στο Ιράκ τις πρόσφατες εκλογές κέρδισε ένας περίεργος αλλά σφόδρα αντιαμερικανικός συνασπισμός μεταξύ ακραίων Σιιτών-Κομμουνιστών, ενώ οι επίσημες φίλο-Ιρανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη δεύτερη θέση, καθιστώντας εξαιρετικά δυσοίωνη την ευθυγράμμιση της χώρας με τις Αμερικανικές επιλογές.
Απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση
Τέλος η Τουρκία συνεχίζει την απομάκρυνση της από τη Δύση και την προσέγγιση της με την Ανατολή, φτάνοντας στο πρωτοφανές σημείο να ζητήσει την ένταξη της στην ομάδα των BRICS, ζήτημα αδύνατο όντας μέλος του ΝΑΤΟ…
Φαίνεται ότι η στήριξη που εξακολουθούν να παρέχουν οι ΗΠΑ στους Κούρδους της Συρίας αποτελεί κόκκινη γραμμή για την Τουρκική κυβέρνηση, η οποία έχει παγιωμένη αντίληψη ότι το εναντίον της πραξικόπημα το 2016 ήταν ενταγμένο σε ένα Δυτικό σχέδιο με στόχο το διαμελισμό της χώρας.
Με δεδομένη την τεράστια γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας είναι απίθανο για τις ΗΠΑ να συμβιβαστούν με το ενδεχόμενο της πλήρους διολίσθηση της στην Ευρασία (Ρωσία-Κίνα). Μένει να δούμε αν έχουν τα μέσα για να τη συνετίσουν ή αν είναι διατεθειμένες να υποχωρήσουν στις κόκκινες γραμμές της.
Σε κάθε περίπτωση πολλά θα κριθούν από την αντίδραση της πρωτίστως της Μόσχας, αλλά και του Πεκίνου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου