Την ώρα που ο Υψηλάντης κηρύσσει την Ελληνική Επανάσταση περνώντας τον Προύθο, θα στραφεί για βοήθεια σε κείνον για τον οποίον είναι βέβαιος πως περιμένει το σινιάλο του.
Είναι ένας παλιός και στενός του φίλος, το μυστικό του όπλο, ο εκπρόσωπος της Μεγάλης Δύναμης, που θα επενέβαινε στο πλευρό των Ελλήνων. Είναι ο Κόμης Καποδίστριας, ο υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου.
-Γράφει ο δημοσιογράφος Ανδρέας Μακρίδης-
Ένα από τα πλέον σκοτεινά κεφάλαια της Ελληνικής Επανάστασης, είναι κι αυτή η συνεννόηση ανάμεσα στους δύο άνδρες. Γνωρίζουμε πως ο Καποδίστριας είχε αποπέμψει τους εκπροσώπους της Φιλικής Εταιρείας αρνούμενος να αναλάβει την ηγεσία της. Γνωρίζουμε πως είχε καταγγείλει την Εταιρεία στους εκπροσώπους των ελλήνων προυχόντων και γνωρίζουμε πως την ίδια στάση κρατά στα λεγόμενα «Απομνημονεύματα» του.
Τότε γιατί ο Υψηλάντης νοιώθει τόσο σίγουρος για την συμπαράστασή του; Και γιατί μέχρι το τέλος της ζωής του, καταγγέλλει πικραμένος τον Καποδίστρια πως τον εγκατέλειψε;
Τότε γιατί ο Υψηλάντης νοιώθει τόσο σίγουρος για την συμπαράστασή του; Και γιατί μέχρι το τέλος της ζωής του, καταγγέλλει πικραμένος τον Καποδίστρια πως τον εγκατέλειψε;
Το μυστήριο που περικλείει την συνεννόηση των δύο φίλων για την Ελληνική Επανάσταση, επεχείρησαν πολλοί ιστορικοί να διαλευκάνουν, χωρίς κάποιο στοιχείο που να αποβαίνει καθοριστικό για την τελική ιστορική κρίση. Αξίζει σήμερα, 190 χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα που συνόδεψαν την έναρξη του Αγώνα, να επανακύψουμε με καθαρή ματιά στο σκοτεινό αυτό κεφάλαιο, που έπαιξε ίσως, τον πλέον καταλυτικό ρόλο στις επαναστατικές εξελίξεις.
*Ο Ιωάννης Καποδίστριας
«ΚΥΡΙΕ ΚΟΜΗ! ΚΑΝΕΤΕ Ο,ΤΙ ΣΑΣ ΠΡΟΣΤΑΖΕΙ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ…»
Δύο ημέρες μετά την διάβαση του Προύθου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποστέλλει την ακόλουθη επιστολή, με την οποία προτρέπει τον Ιωάννη Καποδίστρια να βοηθήσει τον Αγώνα. Έχει προηγηθεί η επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», όπου είδαμε τους Τυπάλδο και Υψηλάντη να αναγγέλλουν την προθυμία της Ρωσίας να βοηθήσει τους εξεγερμένους και να καλούν εμμέσως τον Καποδίστρια, να συνεισφέρει στην πατρίδα «τον απαιτούμενον φόρον». Στην επιστολή του προς τον Κόμη, της 24ης Φεβρουαρίου 1821 (9 Μαρτίου σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο), ο Υψηλάντης καλεί ευθέως τον Καποδίστρια να πράξει «ό,τι προστάζει το καθήκον», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις…
Ιάσιο 24 Φεβρουαρίου 1821
Κύριε κόμη! Η ιερή φωνή της πατρίδας μας με καλεί να πάω για να τεθώ επικεφαλής των γενναίων τέκνων της που θέλουν να νικήσουν ή να πεθάνουν. Πάνω από διακόσιες εκκλήσεις που τις υπογράφουν πάνω από 600.000 σημαντικά ονόματα κάθε τάξης και επαρχίας της Ελλάδας, με τιμούν με την πιο κολακευτική τους εμπιστοσύνη και με καλούν να ξαναγυρίσω στην αγαπημένη μου πατρίδα για να τεθώ επικεφαλής ολοκλήρου του έθνους. Θέλω να πιστεύω πως δεν είναι δυνατό να αμφιβάλλετε ούτε για μια στιγμή για την αφοσίωσή μου σε μια τόσο δίκαιη και τόσο ιερή για όλους τους Έλληνες υπόθεση. Δεν θα σας μιλήσω για τα γεγονότα που διαδραματίζονται εδώ. Χωρίς αμφιβολία θα ακολουθήσουν και άλλες αναφορές. Εδώ υπάρχει πολύ μεγάλη ηρεμία. Δεν ξέρω τι θα ακολουθήσει ύστερα από την αναχώρησή μου από δω και αν οι Τούρκοι θα εισβάλουν σ’ αυτές τις χώρες. Όλο το έθνος κινδύνευε να καταστραφεί αν δεν αποφάσιζα να κινηθώ. Το σύνθημά μου μεταφέρθηκε σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και με αναζητούν στην Αδριατική, στη Μαύρη Θάλασσα ή στο Αρχιπέλαγος. Αυτοί είναι οι λόγοι που με ανάγκασαν να αρχίσω απ’ αυτή τη χώρα. Τολμώ να ελπίζω ότι η Θεία Πρόνοια και η προστασία του αυτοκράτορα, θα μας εξασφαλίσουν το επιθυμητό τέλος. Ο ηγεμόνας και οι βογιάροι θεωρούν αναγκαίο να παρακαλέσουν τη Μεγαλειότητά του να κινήσει τις στρατιές του. Ο Θεός που καθορίζει την τύχη των εθνών θα μας βοηθήσει. Στο Γαλάζι η νίκη ήταν μαζί μας. Αντίο! Κάνετε ό,τι σας προστάζει το καθήκον.
Πιστός σας
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Ο ηγεμόνας αυτής της χώρας με όλους τους δικούς του θέλει να έρθει μαζί μας. Θα μπορούσατε να μας δώσετε κάποια συμβουλή…
Μια προσεκτική ανάγνωση στην επιστολή του Υψηλάντη, που δημοσιεύει στην εξαιρετική του βιογραφία, ο Περικλής Ροδάκης, οδηγεί κατά την γνώμη μας, σε ορισμένα ασφαλή, αν όχι και τελειωτικά συμπεράσματα:
· Κατ’ αρχήν ο Υψηλάντης μιλά στον Καποδίστρια για την Ελλάδα, αποκαλώντας την «η πατρίδα μας». Είναι φανερό κατά την άποψή μας, πως οι δύο άνδρες έχουν συνομιλήσει στο παρελθόν και αναγνωρίζουν και οι δύο την Ελλάδα ως κοινή τους πατρίδα, αν και τα όρια της Ελλάδας αυτής, δεν προσδιορίζονται κατ’ ανάγκην με σαφήνεια.
· Η διαβεβαίωση του Υψηλάντη για την «αφοσίωσή του στην ιερή υπόθεση των Ελλήνων», αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη, πως η αφοσίωση αυτή θα έπρεπε να ενδιαφέρει τον Καποδίστρια – και πως είναι εξαιρετικά πιθανόν, ο τελευταίος να είχε επισημάνει στον Υψηλάντη την ανάγκη να βρίσκεται επικεφαλής των Ελλήνων, πρόσωπο σοβαρό και «αφοσιωμένο» στον Αγώνα - όχι τυχάρπαστο. Πάνω απ’ όλα ωστόσο, μια έκφραση του είδους «δεν είναι δυνατόν να αμφιβάλλετε ούτε στιγμή για μένα», αποτελεί συνήθως έκφραση που απευθύνεται από έναν κατώτερο προς έναν ανώτερο, στο πλαίσιο μιας αναφοράς.
· Το γεγονός ότι ο Υψηλάντης δεν μπαίνει στον κόπο να διευκρινίσει στον Καποδίστρια τι έχει συμβεί από την ώρα που έφυγε από την Πετρούπολη μέχρι την ώρα που πέρασε τα σύνορα, αποδεικνύει πως ο Κόμης γνωρίζει τους επαναστατικούς σχεδιασμούς του Υψηλάντη. Και η υπόσχεση «να ακολουθήσουν και άλλες αναφορές», μοιάζει σαν να είναι αναμενόμενη.
· Η τελική προτροπή του Υψηλάντη προς τον Κόμη, «κάντε ό,τι σας προστάζει το καθήκον», αν δεν αποτελεί μια ένδειξη υπέρβασης των εσκαμμένων εκ μέρους του πρώτου, παραπέμπει κι αυτή σε μια πρότερη συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών, μπροστά σε μια πραγματικότητα που υπερβαίνει τις διαφορές τους στην κοινωνική ιεραρχία: Μπροστά στο «καθήκον», ακόμα και ένας απλός υπασπιστής του Τσάρου, μπορεί να «διατάζει» τον υπουργό του. Το τι προστάζει το «καθήκον», επίσης παραμένει αδιευκρίνιστο – κάτι που αποτελεί ακόμα μία ισχυρή ένδειξη πρότερης συνεννόησης.
· Το πλέον βασικό στοιχείο της επιστολής ωστόσο, είναι η διευκρίνιση πως «όλο το έθνος κινδύνευε να καταστραφεί αν δεν αποφάσιζα να κινηθώ». Μια τέτοια αναφορά, στο παραπάνω πλαίσιο, ακούγεται σαν εξήγηση, σαν δικαιολογία, ενδεχομένως και σαν απολογία.
Αν ο Υψηλάντης δεν έχει παραφρονήσει, αν δεν κινείται υπό το βάρος παρακρούσεων, είναι φανερό από την επιστολή του, πως με τον Καποδίστρια έχει συζητήσει και συμφωνήσει. Είναι φανερό πως ο Καποδίστριας έχει τουλάχιστον ανεχθεί, αν όχι και εγκρίνει τους επαναστατικούς σχεδιασμούς του Υψηλάντη, πως έχει εκφράσει την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπό του και πως του έχει ζητήσει να τον κρατάει ενήμερο για τα βήματά του. Αυτά ακριβώς, πείθουνε τον Υψηλάντη πως ο Κόμης είναι σύμφωνος, και έτοιμος από καιρό να τον βοηθήσει.
Ο Καποδίστριας κατά τις ενδείξεις, πράγματι εμπιστεύεται τον Υψηλάντη. Δεν του έχει δώσει ωστόσο λευκή επιταγή, ούτε το δικαίωμα να τον εγκλωβίσει στις αποφάσεις του. Αυτό είναι και το μοιραίο λάθος του Αρχηγού.
Ο έλληνας εθνάρχης, πιθανότατα έχει λάβει την ευλογία του Καποδίστρια να ηγηθεί των Ελλήνων, αλλά σε στενή συνεργασία και συναπόφαση με τον ίδιο. Το ότι ο Κόμης εμπνέεται από το ίδιο απελευθερωτικό όραμα, δεν σημαίνει πως είναι σε θέση να παραβλέψει μιαν αποκοτιά, «αναγκαία λόγω των περιστάσεων», εμπλέκοντας και την Ρωσία σε έναν πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και αν ακόμα «ολόκληρο το έθνος κινδύνευε να καταστραφεί», σε περίπτωση που δεν επενέβαινε ο Υψηλάντης, αυτό μπορεί να αποτελεί μια καλή δικαιολογία για τον ίδιο, αλλά όχι δέσμευση για τον Καποδίστρια.
*Ο βαρώνος Στρογγανώφ
ΤΑ ΝΕΑ ΦΘΑΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ. Η ΠΡΩΤΗ ΨΥΧΡΟΛΟΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ…
Μία εβδομάδα μετά την έναρξη της Επανάστασης, την 1η Μαρτίου 1821 (14ηΜαρτίου με το νέο ημερολόγιο), ο βαρώνος Στρογγανώφ, ο ρώσος πρέσβης στην Υψηλή Πύλη, θα επισκεφθεί εκτάκτως τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’, για να τον ενημερώσει σχετικά με «το κήρυγμα του Υψηλάντη». Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Σουλτάνος θα ενημερωθεί και από τις δικές του υπηρεσίες. Θα καλέσει τους πρέσβεις των δυτικών ηγεμόνων για να τους παραπονεθεί για την στάση της Ρωσίας και να τους ζητήσει την βοήθειά τους. Τον επίσης παρόντα Στρογγανώφ, θα ρωτήσει πώς γεννήθηκε στη Ρωσία η συνομωσία εναντίον του κράτους του. Ο ρώσος πρέσβης, θα εκφράσει με την σειρά του την δική του απορία, διαβεβαιώνοντας πως το κίνημα του Υψηλάντη δεν είχε καμία ρωσική βάση και υποστήριξη, παρότι ο Υψηλάντης παρέμενε τύποις υπασπιστής του Τσάρου. Ακόμα περισσότερο, ο Στρογγανώφ διαβεβαίωσε τον Σουλτάνο πως η Ρωσία δεν πρόκειται να στηρίξει τον Υψηλάντη και εκτίμησε πως η Πύλη θα ήταν δυνατόν να καταστείλει το κίνημά του με τις δικές της δυνάμεις.΄
*Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄
Με βάση την διπλωματική γλώσσα της εποχής, ο Στρογγανώφ ουσιαστικά διαβεβαίωσε τον Σουλτάνο, πως αν η Πύλη αναλάμβανε να καταστείλει την εξέγερση με τις δικές της μονάχα δυνάμεις, ο Τσάρος θα παρέμενε αδρανής. Μοναδική περίπτωση ανησυχίας για τον Σουλτάνο, θα πήγαζε μονάχα σε περίπτωση που ερχόταν κάποιο άλλο κράτος να τον συνδράμει, καθώς η Ρωσία ήταν εγγυητής των δικαιωμάτων των χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και βεβαίως δεν θα ανεχόταν ξένη επέμβασε σε εδάφη που διατηρούσε προνομιακά δικαιώματα…
Ο Στρογγανώφ φυσικά, δεν δρούσε μονάχος. Είχε λάβει τις σχετικές εντολές από το υπουργείο Εξωτερικών, εν γνώσει ή όχι του Καποδίστρια που βρισκόταν στο Λάιμπαχ της Κροατίας για το συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας. Στην Βιέννη, οι ελληνικές εφημερίδες καταγράφουν τα πένθιμα μαντάτα:
«Ο Μεγαλειότατος Αυτοκράτωρ Ρωσσίας, έμαθε μετ’ άκρας αγανακτήσεως τα στασιαστικά επιχειρήματα εν Μολδαυία και Βλαχία, και όχι μόνον δεν ηθέλησε να δώση εις τους πρωταιτίους των ρηθέντων επιχειρημάτων κανέν είδος βοηθείας, αλλά και έδειξε με μεγάλην παρρησίαν την άκραν του οργήν και αγανάκτησιν. Επροξένησεν εκεί απερίγραπτον θλίψιν και κατήφειαν, η οποία ηύθησεν ακόμη περισσότερον, ότε ο Καισαρορωσσικός Κάσνουλος Πιζάνης, εγνωστοποίησεν ότι επροστάχθη ν’ αναχωρήση παρευθύς εξ Ιασίου. Πολύ πλήθος αρχόντων και άλλων μεγάλων και ευκτημόνων εγκατοίκων της πόλεως ανεχώρησαν εν άκρα σπουδή εκ Μολδαυίας, κατέφυγον εις την Ρωσσικήν, ή Αυστριακήν Επικράτειαν. Ο ίδιος αυτός Ηγεμών Μολδαυίας, ητοιμάζετο να ζητήση μετά της οικογενείας του πάσης, καταφύγιον εις μίαν εκ των δύο γειτνιαζουσών πολιτειών»
*Η προμετωπίδα του "Ελληνικού Τηλέγραφου"
Ο «Ελληνικός Τηλέγραφος» σημειώνει μεταξύ άλλων:
«…Εν ταυτώ δε, διέταξεν η Καισαρική Μεγαλειότης του τα ακόλουθα:
α) Ο Πρίγκιψ Α. Υψηλάντης καθαιρείται από την Ρωσσικήν Δούλευσιν
α) Ο Πρίγκιψ Α. Υψηλάντης καθαιρείται από την Ρωσσικήν Δούλευσιν
β) Θέλει τω μηνυθή, ότι η Μεγαλειότης του ο Αυτοκράτωρ κατακρίνει διόλου του επιχείρημά του, και ότι κατά τούτο δεν έχει ποτέ να θαρρή εις καμμίαν βοήθειαν εκ μέρους της Ρωσσίας.
γ) Θέλει προσταχθή ρητώς ο διοικών αρχιστράτηγος, του παρά τον Πορύτον και εν Βασσαροβία Ρωσικού στρατού, Κόμης Βιττγκενστάιν, να διατηρή κατά τας εκραγείσας εν Μολδαυία και Βλαχία ταραχάς άκραν ουδετερότητα και να μη συγκοινωνή με αυτούς επ’ ουδεμία προφάει, ούτε αμέσως, ούτε εμμέσως.
δ) Αύται αι αποφάσεις θέλουσι κοινωθή εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Ρωσικόν Πρέσβυν, με προσταγήν του να ειδοποιήση περί αυτών την Υψηλήν Πόρταν, και να επιβεβαιώση αύθις τας κατ’ ευκαιρία της νεωστί συμβάσης εν Βλαχία δοθείσας ειλικρινείς βεβαιώσεις. Ο δε Βαρών Στρογανόφ να κηρύξη ρητώς, ότι η πολιτική της Μεγαλειότητός του είναι δια παντός ξένη εις πάσαν σκευωρίαν και μηχανάς αποβλεπούσας εναντίον της ησυχίας οποιασδήποτε χώρας, ότι πάσα κοινωνία εις τοιαύτα κινήματα θέλει αντιμάχεσθαι εις τα χρηστά και τίμια φρονήματα της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητός του…».
*Το φύλλο της 30ης Μαρτίου 1821 του «Ελληνικού Τηλέγραφου» Βιέννης, όπου περιγράφεται η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης στη Μολδοβλαχία και η καταδίκη του Υψηλάντη από τον Τσάρο. Η κεντρική επαναστατική προκήρυξη του Τυπάλδου και του Υψηλάντη, χαρακτηρίζεται «πομπώδες και ποιητικότατο κείμενο» - οι μόνοι χαρακτηρισμοί που θα μπορούσαν να τύχουν της ανοχής της αυστριακής Αστυνομίας…
*Η επόμενη σελίδα με την περιγραφή της Επανάστασης του Υψηλάντη
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: «ΥΠΕΚΥΨΕΣ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΥ…»
Οι επικοινωνίες είναι αργές και βασανιστικές. Ο Καποδίστριας λαμβάνει την επιστολή του Υψηλάντη στις 7 (20) Μαρτίου. Όχι μόνον δεν θα διαψεύσει τις προηγούμενες ρωσικές αποκρίσεις, αλλά θα υπερθεματίσει. Είναι ωστόσο παράδοξο, το ότι κρατά την απάντηση στο συρτάρι του για μία εβδομάδα. Προσπαθεί να δώσει χρόνο στον Υψηλάντη; Διαβουλεύεται με τον Τσάρο; Δείχνει την επιστολή στους ομολόγους τους προσπαθώντας να τους πείσει πως ο ίδιος είναι αμέτοχος του κινήματος;
Όποιος κι αν είναι ο λόγος, ο Καποδίστριας απαντά σε ύφος που δεν θυμίζει τίποτα από την προηγούμενη φιλία των δύο ανδρών. Η επιστολή του Υψηλάντη, του έχει σταλεί στο χειρότερο δυνατό χρόνο, στο χειρότερο δυνατό τόπο, με τις εφημερίδες όλης της Ευρώπης να γράφουν στα πρωτοσέλιδά τους τα καθέκαστα της καταστολής των εξεγερμένων Ναπολιτάνων. Για τον έμπειρο έλληνα διπλωμάτη, η καταδίκη είναι μονόδρομος – και πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να πειστούν οι αντιδραστικοί ομόλογοί του για το ειλικρινές των προθέσεών του. Πάνω απ’ όλα δε, οφείλει να λειτουργήσει ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας. Ο Τσάρος έχει εκτεθεί και πρέπει να τον αποκαταστήσει.
Ορισμένα από τα σημεία της απάντησης του Καποδίστρια, είναι φανερό πως έχουν γραφεί για να διαβαστούν από οποιονδήποτε άλλον, πλην του ίδιου του παραλήπτη της:
«Πρίγκιψ μου
Λεϋβάχ 14 Μαρτίου 1821
Λεϋβάχ 14 Μαρτίου 1821
Λαβών την από 24 Φεβρουαρίου υμετέραν επιστολήν ο Αυτοκράτωρ, τόσω βαθυτέραν ησθάνθην θλίψιν, όσο αείποτε εξετίμησε το ευγενές των αισθημάτων, ων εδώκατε δείγματα εν τη υπηρεσία αυτού. Πόρρω λοιπόν απείχεν η Αυτού Αυτοκρατορική Μεγαλειότης όπως πιστεύση, ότι εμέλλετε αίφνης παρασυρθήναι υπό του πνεύματος εκείνου του παραλογισμού, όπερ φέρει τους ανθρώπους του καθ’ ημάς αιώνος, επιλανθανομένους των πρωτίστων καθηκόντων αυτών, εις αναζήτησιν αγαθού, ουδόλως ελπιζομένου άλλως, ή δια της αυστηράς τηρήσεως των παραγγελμάτων της θρησκείας και της ηθικής. Η τάξις της γεννήσεως υμών, το στάδιον, όπερ εξελέξασθε, η δικαία υπόληψις, ήν εκτήσασθε τα πάντα εν ενί λόγω παρείχον υμίν την ευκαιρίαν και τα μέσα, όπως φωτίσητε περί των αληθών αυτών συμφερόντων τους προύχοντας εκείνους της Ελλάδος, τους δεικνύοντας τόσω φυσικήν προς υμάς εμπιστοσύνην. Αναμφιβόλως εν τη φύσει του ανθρώπου έγκειται η έφεσις της βελτιώσεως της τύχης εαυτού, και βεβαίως πλείσται περιστάσεις ενέπνευσαν τοις Έλλησι την ευχήν, ίνα μη μείνωσι ξένοι προς την ιδίαν αυτών ειμαρμένην. Αλλ’ άρα γε δια της αποστασίας και του εμφυλίου πολέμου δύνανται κολακεύεσθαι περί της επιτυχίας ενός τόσω εξόχου σκοπού; Δύναται άρα ποθείν την αναγέννησιν αυτού και ανύψωσιν εις την βαθμίδα των ελευθέρων έθνος τις δια σκοτεινών υπενεργειών, δια ζωφωδών σκευωριών; Ο Αυτοκράτωρ ουδόλως διανοείται τούτο. Έσπευδεν, ίνα εξασφαλίση τοις Έλλησι την προστασίαν δια των μεταξύ Ρωσίας και Πύλης συνομολογηθεισών συνθηκών - αλλ’ ήδη τα δυνατά ταύτα αποκτήματα παραγνωρίζονται, αι οδοί της νομιμότητος εγκαταλιμπάνονται, και υμείς δείκνυσθε θέλοντες, ίνα προσκολλήσητε το όνομα υμών εις συμβεβηκότα, πασιφανώς αποδοκιμαζόμενα παρά της Α.Α.Μ.
*Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄
Η Ρωσία διάγει εν ειρήνη μετά του οθωμανικού κράτους. Η εν Μολδαυία εκραγείσα επανάστασις επ’ ουδενί λόγω δικαιολογήσει ρήξιν τινα μεταξύ των δύο κρατών. Άλλως διερρηγνύμεθα αν μετά της τουρκικής κυβερνήσεως, προσεφερόμεθα εχθρικώς κατ’ αυτής και δι’ απλής σιωπηράς συγκαταθέσεως, επανάστασιν, σκοπούσαν την ανατροπήν δυνάμεως, μεθ’ ης η Ρωσσία εκήρυξε και κηρύττει ως έχουσα σταθερούς σκοπούς προς διατήρησιν σχέσεων ειρήνης και φιλίας.
Και κατ’ άλλην δε σκέψιν, τίνα στιγμήν εξελέξατε, ίνα προσβάλητε την Πύλην;Αυτήν εκείνην την στιγμήν, καθ’ ην διαπραγματεύσεις, οσημέραι γονιμώτεραι αποτελεσμάτων ευτυχών καθιστάμεναι, περιβάλλουσι την ειρήνην δια νέων εγγυήσεων- αυτήν ακόμη την στιγμήν καθ’ ην αι απαιτήσεις της υμετέρας οικογενείας έμελλον ικανοποιηθήναι, ο δε Σουλτάνος, ως γιγνώσκετε, προυτίθετο, ίνα αποδώση υμίν πλήρη και εντελή δικαιοσύνην. Πεπληροφορημένοι περί των περιστάσεων τούτων, και ειδότες τας ανέκαθεν διεπούσας την πολιτικήν του Αυτοκράτορος αρχάς, πώς ετολμήσατε υποσχεσθέντες τοις κατοίκοις των Ηγεμονειών την υποστήριξιν μεγάλης τινος Δυνάμεως; Εάν ηθελήσατε προσηλώσαι τα βλέμματα αυτών προς την Ρωσσίαν, οι συμπατριώται υμών θέλουσιν ιδείν ταύτην ακινητούσαν, μετ’ ολίγον δε αι δίκαιαι μομφαί αυτών θέλουσιν επιβαρύνειν υμάς και αισθανθήσεσθε πίπτουσαν, εφ’ υμών μεθ’ όλου αυτής του βάρους την ευθύνην επιχειρήσεως, ην μόνα πάθη παραφρονούντα ηδύναντο υπαγορεύσαι. Αλλ’ όμως πάντοτε έχει τις καιρόν, ιν’ αποδώση σέβας προς τον ορθόν λόγον και προς την αλήθειαν. Έχετε εισέτι εν χερσί την σωτηρίαν των περί υμάς αποπεπλανημένων ανθρώπων. Δύνασθε δε γνωστοποιείσαι αυτοίς τας συνεπείας των σχεδίων αυτών και υμών. Επανέλθετε από της ολεθρίας ταύτης αποτυφλώσεως, υπεξαιρούντες αυτούς και διαφεύγοντες και υμείς αυτοί την εκδίκησιν κυβερνήσεως, εις ην τα πολυτιμότερα συμφέροντα υπαγορεύουσι την ανάπτυξιν δικαιοτάτης καθ’ υμών και κατ’ εκείνων αυστηρότητος. Ο Αυτοκράτωρ ουδεμίαν, ούτε αμέσως ούτε εμμέσως παρέξει υμίν συνδρομήν, διότι επαναλαμβάνομεν λέγοντες, ήθελεν είσθαι ανάξιον αυτού το υποσκάπτειν τα θεμέλια της τουρκικής αυτοκρατορίας δια της επονειδίστου και εγκληματικής ενεργείας μυστικής εταιρίας. Εάν είχε νόμιμα παράπονα κατά της Πύλης, αύτη δε ηρνείτο την δικαίωσιν αυτών, εάν εν ενί λόγω η χρήσις των όπλων καθίστατο αναπόφευκτος, εις την ισχύν ταύτην προσέτρεχε. Αλλά, μακράν τούτου, διαπραγματεύσεις όλως ειρηνικαί συνίστανται μεταξύ των δύο Δυνάμεων. Και αι διαπραγματεύσεις, ων ήρξαντο οι υπουργοί αυτών, ενισχύουσιν από ημέρας εις ημέραν έτι μάλλον την ελπίδα του γενικωτέρου αποτελέσματος.
Σταθμίσατε, Πρίγκηψ μου, τας παρατηρήσεις, ας απευθύνει υμίν ο Αυτοκράτωρ ως τελευταίον δείγμα της αγαθότητος αυτού. Ωφελήθητε εκ της τόσο σωτηριώδους προειδοποιήσεως ταύτης. Επανορθώσατε το κακόν, όπερ επράξατε ήδη. Προλάβετε τας καταστροφάς, ας μέλλετε επισύραι κατά της ωραίας και ατυχούς πατρίδος υμών. Εάν υποδείξητε ημίν τα μέσα προς κατάπαυσιν των ταραχών άνευ παραβιάσεώς τινος και χωρίς της ελαφροτέρας προσβολής των όρων των υφισταμένων μεταξύ Ρωσίας και οθωμανικής Πύλης συνθηκών, ο Αυτοκράτωρ ουκ αρνηθήσεται την παρέμβασιν εαυτού παρά τη Τουρκική κυβερνήσει, προσκαλών αυτήν εις έμφρονα μέτρα, δυνάμενα την εν Βλαχία και Μολδαυία επάνοδον της ησυχίας, ης την ανάγκην συναισθάνονται τόσο βαθέως αι χώραι αύται. Εν πάση άλλη περιστάσει η Ρωσσία έσεται απλούς θεατής των γινομένων, ουδέ τα όπλα του Αυτοκράτορος κινηθήσονται, ουδέ ημείς και οι αδελφοί υμών εστέ εφθής εν τη υπηρεσία της Α.Μ. του αυτοκράτορος. Η Πριγκίπισσα Υψηλάντου εξακολουθήσει απολαμβάνουσα την προστασίαν Αυτού, αλλά καθ’ όσον αφορά προσωπικώς αυτήν. Επ’ ουδεμιά όμως περιπτώσει ο Αυτοκράτωρ επιτρέψει την είσοδον υμών εις Ρωσσίαν. Η επιστολή αύτη περιελεύσεται υμίν δια του βαρώνου Στρωγανώφ, διαταγέντος, ίνα, αφ’ ου κοινοποιήση ταύτην τη Πύλη, διαβιβάση προς υμάς αι προσθέση τας συμβουλάς, μεθ’ ων ο Αυτοκράτωρ εφάπαξ έτι προτρέπει υμάς ίνα συμμορφωθήτε.
(υπογραφή) Ο Κόμης Καποδίστριας»
Ορισμένες αποστροφές της απαντητικής επιστολής του Καποδίστρια, αξίζουν ιδιαίτερης επισήμανσης.
· Η επιστολή ξεκινά με το δόγμα της Ιεράς Συμμαχίας, πως τα αγαθά για τους ανθρώπους, μπορούν μονάχα να επιτευχθούν «με την αυστηρή τήρηση των παραγγελμάτων της θρησκείας και της ηθικής». Κάθε άλλη οδός, της ειρηνικής, ή επαναστατικής, αλλά μαζικής διεκδίκησης, αποκλείεται ως εμπίπτουσα στο «πνεύμα του παραλογισμού».
· Στη συνέχεια διατυπώνεται η θέση πως, το έθνος που επιθυμεί να επιτύχει την απελευθέρωσή του μέσω «σκοτεινών ενεργειών και σκευωριών», πολύ απλά δεν την αξίζει. Προφανέστατα, το εν λόγω έθνος θα πρέπει να περιορίζεται στην ηθική, θρησκευτική και εκπαιδευτική του αναβάθμιση, προσδοκώντας για το μέλλον την θεία χάρι…
· Το επαναστατικό εγχείρημα, «μονάχα πάθη παραφρονούντα μπορούν να το υπαγορεύσουν» και η συγκρότηση μυστικής επαναστατικής οργάνωσης, όπως η Φιλική Εταιρεία, συνιστά «επονείδιστη και εγκληματική ενέργεια».
· Ο Καποδίστριας επιτρέπει στον εαυτό του έναν κυριολεκτικά ελεεινό και άθλιο υπαινιγμό: πως ο Υψηλάντης κινήθηκε από αίσθημα εκδίκησης για τους διωγμούς που υπέστη η οικογένειά του κατά το παρελθόν, (ο παππούς του, Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε αποκεφαλιστεί από τον Σουλτάνο, μετά την φυγή του γιού του στη Ρωσία) – και του προτείνει ακόμη και την μεσολάβηση του Τσάρου, προκειμένου να επανέλθει η ησυχία στην Μολδοβλαχία.
· Με την ιδιότητα του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, ο Καποδίστριας αναφέρει πως «τα πολυτιμότερα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπαγορεύουν δικαιότατη αυστηρότητα» κατά του Υψηλάντη και των πολεμιστών του.
· Το κυριότερο ωστόσο σημείο της απάντησης του Καποδίστρια, είναι η κονιορτοποίηση της κεντρικής υπόσχεσης της Φιλικής Εταιρείας και του επαναστατικού της μανιφέστου: «Κινηθήτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδή μιαν Κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαια μας!» υποσχόταν ο Υψηλάντης στην προκήρυξή του «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». «Προσηλώστε τα βλέμματά σας προς τη Ρωσία και θα την δείτε να στέκεται ακίνητη» προκαλεί τον Υψηλάντη ο υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου.
Τα δύο τελευταία σημεία της επιστολής Καποδίστρια, επιβεβαιώνουν τις διαβεβαιώσεις που είχε δώσει ο βαρώνος Στρογγανώφ στον Σουλτάνο. Σε περίπτωση που οι επαναστάτες δεν κάνουν πίσω, ο Σουλτάνος θα έχει το πράσινο φως της Ρωσίας να προβεί σε καταλυτικά αντίποινα.
Ο Μαχμούτ Β’, δεν περίμενε ωστόσο την επιβεβαίωση του Καποδίστρια. Του αρκούσαν οι διαβεβαιώσεις του Στρογγανώφ και του έμενε μονάχα να διαπιστώσει την ειλικρίνεια του Τσάρου στην πράξη, αναλαμβάνοντας να τιμωρήσει εκείνους που θεωρεί ως πρωταίτιους της ανταρσίας: Για τον Υψηλάντη, σχεδιάζει τιμωρία στο πεδίο της μάχης. Για τον Μιχαήλ Σούτσο (Βόδα), τον Ηγεμόνα της Μολδαβίας που έδωσε την προσωπική του φρουρά ενίσχυση στον έλληνα Αρχηγό, επιφυλάσσει την ίδια τύχη. Παράλληλα ωστόσο, θα πρέπει να τιμωρηθούν κι εκείνοι που όφειλαν να γνωρίζουν τι εξυφαινόταν και να τον είχαν ενημερώσει. Κι αυτοί, δεν είναι άλλοι από τους πολιτικούς προύχοντες των Ελλήνων και τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’.
Τα σύννεφα πυκνώνουν απειλητικά πάνω από τους Ρωμιούς, φίδια κινάνε να πνίξουνε τον επαναστατικό Ηρακλή στο βρεφικό του λίκνο – κι ο Καποδίστριας, μοιάζει να δίνει το φιλί του Ιούδα στον εθνάρχη των Ελλήνων. «Το ξέρετε πολύ καλά πως είχα έναν φίλο. Ε λοιπόν, θα φρίξετε…Με επρόδωσε!» θα πει αργότερα για τον Καποδίστρια, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Να ‘χε άραγε δίκιο;
Μια πρώτη απάντηση, δώσαμε εδώ. Μα θα επανέλθουμε εκ νέου…
Ανδρέας Μακρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου