Ήταν Αύγουστος του 1993 όταν πέρασα τα σύνορα, τώρα πια ανοιχτά και ελεύθερα, ύστερα από πενήντα ολόκληρα χρόνια. Το σύστημα του Χότζια τα είχε κλείσει με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, με νάρκες και με διαλεγμένο φανατικό στρατό να φυλάει τα σύνορα όχι μόνον από έξω αλλά και από μέσα μήπως δραπετεύσει κανένας.
Μια παρέα από το Σαν Λούις της Αμερικής, το ανδρόγυνο Γεωργίου Παπαδημητρίου, το ανδρόγυνο Βασιλείου Στράτου, το ανδρόγυνο Κώστα Νικοζήση, το ανδρόγυνο Παναγιώτη Δ Καραγιάννη από το Τορόντο, το ανδρόγυνο Φίλιππας Γ.Σημαντήρη από Σιάτλ, η πεθερά του Κωστάντω Γεωργίου, εγώ και η σύζυγός μου η Σταυρούλα ξεκινήσαμε να επισκεφτούμε το χωριό μας τη Σωπική.
Στις 12 του Αυγούστου φτάσαμε στην Αθήνα και στις 13 στα Γιάννενα. Στις 14 θα περνούσαμε τα σύνορα και θα πατούσαμε στα άγια χώματα του χωριού μας. Τριανταέξι χρόνια είχα να πατήσω τα πάτρια εδάφη. Πόσο πολύ ήθελα να ξαναδώ το σπίτι μου, τον κήπο, το αμπέλι, το ποτάμι που ψαρεύαμε, το σχολείο, την κεντρική εκκλησία, τον πλάτανο, τη ρούγα και όλα τα μέρη που μεγάλωσα και έζησα εκεί 23 χρόνια.
Χωρίς να είμαι προληπτικός, όμως αυτή η επίσκεψη άρχισε να με προβληματίζει. Θυμήθηκα το χειμώνα του 1957. Η αγανάκτηση από την σκλαβιά του κομμουνιστικού καθεστώτος μου έδωσε ακράτητη δύναμη και θάρρος να δραπετεύσω από την κόλαση διαμέσου χιονοπαγωμένου πανύψηλου βουνού, την Νεμέρτσκα, στο οποίο πολλοί παγώσανε και πολλοί δεν μπορέσανε να το περάσουν και σαπίσανε στις φυλακές.
Είχα ένα δυσάρεστο προαίσθημα. Φαίνεται πως ο άνθρωπος, όσο και να θέλει να αποβάλλει από μέσα του τις προκαταλήψεις, είναι αδύνατο να απαλλαγεί από τις μεταφυσικές αντιλήψεις. Πόσο μάλλον εγώ που δεν μπορώ να απαλλαγώ από το σύνδρομο της καταδίωξης, στο οποίο είχα υποβληθεί από τους καταραμένους. Προς θεού να μη παρθεί τούτο για δειλία γιατί δεν το βάζω ποτέ κάτω.
Ξεκινήσαμε πρωί από τα Γιάννενα και σύντομα φτάσαμε στο Καλπάκι, συνώνυμο των Θερμοπυλών, του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας. Δεν μπορώ να κρύψω τη συγκίνησή μου. Σαν τότε στο Μαραθώνα, το «Νενικήσαμεν» του Φειδιππίδη ακούστηκε και το 1940 από πολλές κραυγές χαράς και εθνικής περηφάνιας που για μας τους Έλληνες Βορειοηπειρώτες είχε εντονότερη απήχηση. Εδώ, σε τούτα τα βράχια και λόφους, οι Έλληνες φαντάροι, ολιγάριθμοι, πολέμησαν ηρωικά, σαν τα λιοντάρια, εναντίον πάμπολλων και νικήσανε.
Προχωρήσαμε και σε λίγο φτάσαμε στην Πωγωνιανή. Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητο για να πάρουμε μια ανάσα. Ανταμώσαμε τον πάτερ Φάνη και τον ευχαριστήσαμε που έλαβε την θαρραλέα απόφαση το 1991 να πάει στη Σωπική και να λειτουργήσει για πρώτη φορά στην θαυματουργή εκκλησία της Μεγαλόχαρης Θεοτόκου, που ήταν περισσότερα από 26 χρόνια κλειστή από το αθεϊστικό καθεστώς του Χότζια.
Φτάσαμε στις Δρυμάδες και σταματήσαμε στο Ελληνικό φυλάκιο. Εκεί μας περίμενε η ξαδέρφή μου η Θεοφανή με την εγγονούλα της, την Αννούλα.
Είχα 36 χρόνια να τη δω. Μείναμε αγκαλιασμένοι και πολύ συγκινημένοι για ώρα. Πόσα χρόνια, πόσο μακριά, πόσο αλλάξαμε! Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητο εκεί και φορτώσαμε το γαϊδουράκι με τα ταξιδιωτικά πράγματά μας και μερικά δώρα που φέραμε από την Αμερική και πήραμε το μονοπάτι για το χωριό.
Βαδίζαμε με σιγανό ρυθμό και αγναντεύαμε τις πλαγιές της Νεμέρτσκας, από τις οποίες στις 5 Φεβρουαρίου 1957 παλέψαμε να περάσουμε στις πιο δύσκολες καιρικές συνθήκες 10 ολόκληρες ώρες οδοιπορία σε βαθύ χιόνι, στην παγωνιά, με πολύ χαμηλή θερμοκρασία, πολλοί βαθμοί κάτω από το μηδέν, που, εάν στεκόσουνα ακούνητος για 10 λεπτά, θα πάγωνες εντελώς. Μιλώντας, φτάσαμε στη Ράχη του Ηλία.
Και τώρα μπροστά φάνηκε το χωριό, ακουστήκανε φωνές ανθρώπων και ζώων. Έμεινα στη θέση για λίγα λεπτά κοιτάζοντας τη θέα. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Δεν πίστευα ποτέ πως θα ερχόμουνα ξανά στο χωριό μου. Το θεωρούσα αδύνατο, εγώ που, εάν έπεφτα στα χέρια των καταραμένων, θα είχα σαπίσει στα κάτεργα του καλιά η θα με είχαν εξαφανίσει για πάντα.
Περάσαμε κοντά στο κέντρο του χωριού και ανταμώσαμε πολλούς ντόπιους και άλλους από το εξωτερικό που ήρθαν να επισκεφτούν και να πανηγυρίσουν στη γιορτή της Θεοτόκου. Μπήκαμε στο σπίτι της ξαδέρφης μου, όπου μας περιμένανε και άλλοι εκεί. Ύστερα από σχεδόν μισόν αιώνα ήταν δύσκολα να τους γνωρίσεις. Έπρεπε να συστηθούμε. Τι κρίμα!
Αδέρφια, ξαδέρφια, θείοι, θείες ήμασταν σαν ξένοι. «Καθίστε να φάμε και μετά να ξαπλώσετε», λέει η ξαδέρφη μου. «Δεν θα κοιμηθούμε, είπα, είναι αμφίβολο εάν τη νύχτα θα μπορέσουμε να κοιμηθούμε. Θα πάμε να ανταμώσουμε και άλλον κόσμο. Πρέπει να πάμε και στο πατρικό μας σπίτι να δούμε πως είναι ύστερα από 36 χρόνια».
Πήγαμε. Ευτυχώς ήταν ακόμη όρθιο. Ανοίγοντας την πόρτα, έμεινα για λίγα λεπτά ακούνητος, σφουγγίζοντας τα δάκρυα από συγκίνηση.
Έμπαινα στο σπίτι που στις 5 Φεβρουαρίου 1957, στις 7:00 μ.μ. φίλησα την πόρτα για τελευταία φορά, αφήνοντας πίσω τα πάντα, μια περιουσία ολόκληρη, ζώα, πτηνά, οικιακά, υπάρχοντα και αμέτρητες αναμνήσεις… Αλλά τίποτε δεν συγκρίνεται με την πολυπόθητη ελευθερία. Όλα αυτά τα χρόνια εκεί, σ΄ εκείνο το σπίτι κατοικούσαν οι αξιωματικοί του στρατού μέχρι τελευταία.
Αργότερα, το απόγευμα κατεβήκαμε στο καφενείο στον πλάτανο. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Προς τιμή μας, ήρθαν και τα όργανα και άρχισε ένα ωραίο γλέντι. Θυμήθηκα τα χρόνια που πέρασαν…
Είμαι Σωπικιώτης, Έλληνας Βορειοηπειρώτης, αγαπώ και πονώ την γενέτειρά μου, την πατρίδα μου.
πηγή: Το Όραμα
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση μόνον με
αναφορά της ενεργής ηλεκτρονικής διεύθυνσης του ιστολογίου
παραγωγής- http://www. mikres-ekdoseis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου