Γράφει
ο δημοσιογράφος- μελετητής Ανδρέας
Μακρίδης
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας,
η έλλειψη πολιτικών προτύπων και η κρίση της κοινωνικής ηθικής, αναδεικνύουν εξ
αντιδιαστολής ολοένα και περισσότερο, το πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια, ως
σύμβολο ηγέτη, πατριώτη, αν όχι και πολιτικού εθνομάρτυρα.
Η
προθυμία του να αναλάβει τις τύχες του μόλις απελευθερωμένου Γένους, η
ανιδιοτελής διαχείριση και τέλος, η άνανδρη δολοφονία του απ’ τις δυνάμεις της
κοινωνικής καθυστέρησης, περιβάλλουν πλέον τον Καποδίστρια στην συλλογική μας
συνείδηση με φωτοστέφανο αγιότητας, εξαφανίζοντας στην κυριολεξία, την κριτική
που είχε δεχθεί όσο ζούσε.
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η κυβέρνηση
επέλεξε να παρουσιάσει σχέδιο μεταρρύθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
ονομάζοντάς το «σχέδιο Καποδίστριας», ομνύοντας σ’ αυτόν ως έμπνευση, ή
χρησιμοποιώντας τον ως προπαγανδιστικό ατού - ενώ το όνομά του φέρουν πλέον
πολιτικά κόμματα και μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Λουδοβίκα Μαρία Φρανσίσκα (Λούλου) Κόμισσα Τυρχάιμ, επιστήθια φίλη του
Αλέξανδρου Υψηλάντη, και γνώριμη του Ιωάννη Καποδίστρια. Τα Απομνημονεύματά της αποτελούν πολύτιμη
πηγή πληροφοριών για τον Αγώνα.
Πριν τρία χρόνια, στο Διαδίκτυο,
εμφανίστηκε και μια μελέτη που παρουσιάζει τον Κόμη Καποδίστρια και ως τον
«μυστικό επαναστάτη» του ’21, ενάντια στην επίσημη ιστορική αφήγηση περί της
Φιλικής Εταιρείας.
Την μελέτη υπογράφει γνωστός δημοσιογράφος,
που πολιτεύεται πλέον με υπερσυντηρητικό κοινοβουλευτικό κόμμα, ενώ αντίστοιχη
επιχειρηματολογία με διαφορετικές όμως στοχεύσεις, χρησιμοποιούν άλλες
ιστοσελίδες, προκειμένου να παρουσιάσουν το ’21 ως ρωσική συνομωσία.
Με την Ελλάδα να βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο
αλληλοσυγκρουόμενων σφαιρών επιρροής, καλούμαστε πλέον να διαπραγματευτούμε το
ερώτημα: Τι υπήρξε για την ελληνική Επανάσταση ο Ιωάννης Καποδίστριας, και
ποιοι οι οραματισμοί του;
ΜΙΑ ΑΜΦΙΣΗΜΗ
«ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»
Ό,
τι έχει γράψει ο ίδιος ο Κερκυραίος αριστοκράτης, βρίσκεται στην λεγόμενη
«Αυτοβιογραφία» του, που στην πραγματικότητα αποτελεί ένα Υπόμνημα που συνέταξε
στα 1826, έχοντας παραιτηθεί από τη θέση του Γραμματέα Εξωτερικών της Ρωσίας
από το 1822. Το Υπόμνημα αυτό, τέθηκε υπόψη του Τσάρου Νικολάου Α’, ο οποίος
είχε αναλάβει το αυτοκρατορικό του αξίωμα ένα χρόνο πριν. Στο κείμενό του, ο
Καποδίστριας εμφανίζεται ως εχθρός των επαναστάσεων και δηλώνει πως με την
ιδιότητα του Γραμματέα Εξωτερικών (αξίωμα ισοδύναμο με υπουργού), είχε
αποτρέψει επανειλημμένα τους Έλληνες από το να πλαισιώσουν τους Φιλικούς.
Εμμανουήλ Ξάνθος: Ο συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας
«ΣΑΣ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ:
ΦΥΛΑΧΤΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ!…»
Πρώτος
απεσταλμένος της Φιλικής προς τον Καποδίστρια, υπήρξε ο νεαρός Νικόλαος
Γαλάτης, γόνος ενός ξεπεσμένου οίκου ευγενών της Ιθάκης, που είχε καταστεί και
συναρχηγός της Εταιρείας. Σύμφωνα με τον Καποδίστρια, την στιγμή που ο νεαρός
απόστολος άρχισε να του μιλά για τους σκοπούς της Φιλικής, τον διέκοψε απότομα
και τον απέπεμψε κακήν κακώς:
«Δια να σκέπτεται κανείς Κύριε,
περί τοιούτου σχεδίου πρέπει να είναι παράφρων» απαντά στον Γαλάτη ο Κόμης. «Η μόνη συμβουλή ην δύναμαι να σας δώσω,
είναι να μην ομιλήσετε περί αυτής εκεί οπόθεν ήλθατε και να είπετε εις τους
εντολείς σας ότι, αν δεν θέλουν να καταστραφούν και να συμπαρασύρουν μεθ’
εαυτών εις τον όλεθρον το αθώον και δυστυχές έθνος των, πρέπει να εγκαταλείψουν
τας επαναστατικάς ενεργείας των και να ζήσουν ως πρότερον, υφ’ ας κυβερνήσεις
ευρίσκονται, μέχρις ου η Θεία Πρόνοια αποφασίση άλλως».
Ο
Καποδίστριας δεν εμφανίζεται απέναντι στον νέο Τσάρο, απλά ως εχθρός των
επαναστάσεων: Δηλώνει και μεταμέλεια, γιατί δεν χρησιμοποίησε την μυστική
αστυνομία της Ρωσίας ενάντια στους επαναστάτες ομοεθνείς του:
«Θα ομολογήσω ευκρινώς ενταύθα, ότι
βραδύτερον, ότε εξερράγη η Επανάστασις, εμέμφθην εμαυτόν διότι δεν είχον
προτείνει εις τον Αυτοκράτορα να ειδοποιηθεί ο βαρώνος Στρόγανωφ (σ.σ. ο πρέσβης της Ρωσίας στην
Οθωμανική Πύλη) περί των αποκαλύψεων του
Γαλάτη και να διαταχθή να επισύρη επί των ενεργειών της εταιρείας την
επιτήρησιν των εις τους λιμένας της Τουρκίας προξένων της Ρωσσίας…»
Σε
άλλο σημείο της «Αυτοβιογραφίας» του, ο Κόμης επαναλαμβάνει τα ίδια σε τέσσερις
Φιλικούς που τον επισκέφθηκαν για να τον βολιδοσκοπήσουν χωρίς να του
αποκαλύψουν την ιδιότητά τους. Αναφέροντας στον Καποδίστρια τα περί
επαναστατικών κινήσεων των υποδούλων, οι Αναγνώστης Παπαγεωργίου
(Αναγνωσταράς), Ηλίας Χρυσοσπάθης,
Παναγιώτης Δημητρακόπουλος και Ιωάννης Φαρμάκης, εισπράττουν, όπως και ο
Γαλάτης, τους αντεπαναστατικούς εξορκισμούς του Καποδίστρια, «να μεταχειρισθούν πάσαν αυτών την επιρροήν,
όπως μεταπείσουν όλους εκείνους, οίτινες είχον την ατυχίαν να εγγραφούν ως μέλη
της εταιρείας». Κι όταν ο Υψηλάντης του ανακοινώνει την απόφασή του να
αναλάβει επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας, ο Καποδίστριας και πάλι εμφανίζεται
να τον εξορκίζει για το αντίθετο: «Οι
καταστρώσαντες τοιαύτα τα σχέδια είναι περισσότερον ένοχοι και αυτοί ωθούν την
Ελλάδα προς τον όλεθρον. Είναι ελεεινοί εμποροϋπάλληλοι, καταστραφέντες λόγω
της κακής των διαγωγής... Σας επαναλαμβάνω: φυλαχτείτε από τοιούτους άνδρας».
Θα
μπορούσε ορθά να αντιτείνει κανείς, πως το Υπόμνημα του Καποδίστρια προς τον
νέο Τσάρο, δεν απεικονίζει πλήρως την πραγματικότητα. Ο Καποδίστριας είχε
υπηρετήσει το ρωσικό στέμμα επί 11 χρόνια και επί των ημερών του, ένας στενός
του φίλος – ο Αλέξανδρος Υψηλάντης – είχε κοντέψει να εμπλέξει την Ρωσία σε
πόλεμο με την Τουρκία χάριν των Ελλήνων. Διεκδικώντας να κυβερνήσει τους
Έλληνες, ο Κόμης είχε κάθε λόγο να παρουσιάσει στο νέο Τσάρο την εικόνα ενός
υπεύθυνου και πιστού πολιτικού, που δεν θα διακινδύνευε την εμπιστοσύνη του
ρωσικού στέμματος προς το πρόσωπό του.
Υπάρχουν ωστόσο και άλλες πηγές, που
επιβεβαιώνουν την αποτρεπτική στάση του Καποδίστρια προς την επερχόμενη
εξέγερση των ραγιάδων:
Ο διαπρεπής Φιλικός και αγωνιστής, Γιώργος Λεβέντης, διερμηνέας του
ρωσικού προξενείου στο Ιάσιο, μυηθείς στην Εταιρεία απ’ τον Νικόλαο Γαλάτη
Όταν τον Ιανουάριο του 1820, ο
Ξάνθος χτυπά την πόρτα του Καποδίστρια για να του ζητήσει επίσημα να αναλάβει
την Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, ο Κόμης αρνείται, παρότι (όπως
αποδεικνύεται από τα αρχεία της Εταιρείας), ο αδελφός του Βιάρος, είχε ήδη
μυηθεί!
Γράφει ο Νικόλαος Ξάνθος:
«Ο Καποδίστριας δεν εδέχθη, λέγων
ότι, υπουργός ων του Αυτοκράτορος, δεν ηδύνατο – και άλλα πολλά. Ο Ξάνθος τω
επανέλαβεν, ότι οι Έλληνες είναι αδύνατον να μένουν εις το εξής τυραννούμενοι
και ότι η επανάστασις ήτον άφευκτος και δια τούτο, ενώ έχουσιν ανάγκην Αρχηγού
δεν είναι δίκαιον ως Έλλην και εν υπολήψει παρ’ αυτοίς και πολλοίς άλλοις, να
μείνη αδιάφορος και άλλα πολλά. Αλλ’ εκείνος επανέλαβεν ότι δεν ημπορεί να μεθέξη
δια τους ανωτέρω λόγους και ότι, αν οι Αρχηγοί γνωρίζουν άλλα μέσα προς
κατόρθωσιν του σκοπού των, ας τα μεταχειρισθώσιν, και ηύχετο να τους βοηθήση ο
Θεός».
Στα
1820, η στάση του Καποδίστρια δεν έχει αλλάξει. Μοιάζει βεβαίως ευγενικός
απέναντι στον Ξάνθο (ή έτσι τουλάχιστον φιλοτεχνείται απ’ τον Ξάνθο), αλλά κατά
κάποιον τρόπο, νίπτει και πάλι τας χείρας του. Τέσσερις μήνες αργότερα, τον
Κόμη επισκέπτεται ο υπάλληλος του ρωσικού προξενείου της Πάτρας, Ιωάννης
Παπαρρηγόπουλος, απεσταλμένος των προκρίτων και μυημένων αρχιερέων του Μωριά,
προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αληθεύουν οι επαγγελίες της Φιλικής Εταιρείας,
περί ρωσικής βοήθειας στην επερχόμενη εξέγερση. Ο Καποδίστριας, γίνεται πυρ και
μανία: Σύμφωνα τουλάχιστον με την αφήγηση του Κανέλλου Δεληγιάννη, με το που
διάβασε την επιστολή των Μωραϊτών, ο Κόμης…
«ενεπλήσθη υπό τοιούτου αλόγου θυμού
και ως μαινόμενος τον λέγει απείρους ύβρεις καθ’ όλων των προκρίτων και
αρχιερέων της Πελοποννήσου και ότι «πρέπει να τους ειπής αυτών των
απονενοημένων να εβγάλουν πάσαν ιδέαν επαναστάσεως από τον εγκέφαλόν τους (…)
Το Ελληνικόν Έθνος πρέπει πρώτον να φωτισθή δια συστάσεως σχολείων και μετά
δέκα πέντε και είκοσι χρόνους, εάν ευρεθή αρμοδία περίστασις και συμπέση
κήρυξις πολέμου της Ρωσίας κατά της Τουρκίας, τότε θέλει φροντίσωμεν…»
Πιο
αναλυτικά, η τελευταία αυτή θέση του Καποδίστρια, αναπτύσσεται στο Υπόμνημά
του, του 1826: Στον διάλογο που έχει με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, λίγο πριν ο
τελευταίος αναλάβει την Ανωτάτη Αρχή της Φιλικής, εμφανίζεται να του λέει:
«Οι Έλληνες, όσοι φέρουν όπλα, θα
ανθίστανται εις τα όρη των ως θα έπραττον τούτο από αιώνων. Και εάν εις τον
επικείμενον αγώνα κατά του Αλή Πασσά, κατορθώσουν να γίνουν κύριοι του Σουλίου
και άλλων ομοίων οχυρών σημείων, θα αντιτάξουν μακράν αντίστασιν. Ούτω,
ευρισκόμενοι εις θέσιν ευνοϊκήν, δεν θα περιμένουν τίποτε από την ευρωπαϊκήν
πολιτικήν, ίσως δε, ο χρόνος και τα γεγονότα μεταβάλλουν την κατάστασιν και
επιφέρουν περιστάσεις αίτινες θα είναι ευμενείς δια τους Έλληνας. Τότε μόνον η
Ελλάς θα δύναται να ελπίζη βελτίωσιν της τύχης της. Εάν όμως αξιούν τινες να
επιτύχουν τον σκοπόν τούτον, προκαλούντες ταραχάς και βαυκαλιζόμενοι ότι
δύνανται να εξαναγκάσουν τον Αυτοκράτορα προς δράσιν, όχι μόνον οικτρώς
απατώνται, αλλά και κατακρημνίζουν το δυστυχές τούτο έθνος εις άβυσσον συμφορών
– εξ ων ουδείς εις τον κόσμον θα δυνηθή να το σώση».
Το
τελευταίο αυτό απόσπασμα, με όλες τις επιφυλάξεις που έχουμε διατυπώσει για την
«Αυτοβιογραφία» του Καποδίστρια παραπάνω, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, και από
κάποιαν άποψη, επίκαιρο. Ο Καποδίστριας γνωρίζει πως υπάρχει η Κλεφτουριά στην
Ελλάδα, γνωρίζει πως υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα, εκείνες οι αδάμαστες ψυχές
που θα προτιμούν την ελεύθερη ολιγάρκεια των ορέων από μια συμβατική ζωή
υποδούλωσης. Οι Κλέφτες θα παραμείνουν στα βουνά και θα πρέπει να κοιτάξουν να
διατηρήσουν το αξιόμαχό τους, να εξασφαλίσουν ενδεχομένως και κάποιες
ημι-αυτόνομες περιοχές, αρματωλίκια, στο περιθώριο της διεθνούς πολιτικής. Και
όταν έρθουν οι ευνοϊκές περιστάσεις, «όταν η κατάστασις μεταβληθεί», τότε η
Ελλάδα θα μπορεί να ελπίσει σε βελτίωση της τύχης της. Το τι εννοεί ο
διπλωμάτης Καποδίστριας μιλώντας για «ευνοϊκές περιστάσεις», το έχουμε ήδη
διαπιστώσει στην απάντησή του προς τον Παπαρρηγόπουλο: Είναι το ενδεχόμενο ενός
ρωσο-τουρκικού πολέμου με καλές προδιαγραφές, ή μία συνθήκη σαν αυτήν που
επέτρεψε την ίδρυση της Επτανήσου Πολιτείας (του πρώτου ελληνικού αυτόνομου
κρατιδίου της νεότερης Ιστορίας) το 1800.
Ιωάννης Καποδίστριας: Πίνακας του Διονύσιου Τσόκου
Με βάση τα παραπάνω, δεν μας είναι
δύσκολο να αντιληφθούμε την κριτική που έχει δεχθεί το πρόσωπο του Καποδίστρια
από τους μαρξίζοντες έλληνες ιστοριογράφους – τον Γιάννη Κορδάτο και τον Γιάννη
Ζεύγο – οι οποίοι αποστρέφονται τον Κόμη, χαρακτηρίζοντάς τον «αντιδραστικό»
και «εκπρόσωπο των γαιοκτημόνων», διακρίνοντας σ’ αυτόν «μίσος προς το λαό και
τις επαναστατικές του παραδόσεις». Πράγματι, ένας επαναστάτης, δεν υβρίζει τους
επαναστάτες, δεν αποτρέπει τους εκπροσώπους των κοινωνικών τάξεων από τον δρόμο
της εξέγερσης, κι ακόμα περισσότερο, δεν προσβάλλει με τις επιστολές του έναν
Υψηλάντη, όπως είδαμε να πράττει ο Κόμης μετά την έναρξη της Επανάστασης στην
Μολδοβλαχία. (βλ. το αφιέρωμά μας με τίτλο «Μάρτιος 1821: Η Ρωσία καταδικάζει
την Επανάσταση»).
ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΤΟΥ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ;
Η
εκδοχή των γεγονότων, σύμφωνα με την οικογένεια Υψηλάντη ωστόσο, είναι ακόμα
χειρότερη. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέθανε με μια αβάσταχτη πίκρα στην ψυχή για
την στάση του Καποδίστρια:
«Εάν θέλετε να σας γράφω και να μου
γράφετε μη μεταχειρίζεστε πια το όνομα του φίλου. Είναι μια λέξη που μου κάνει
κακό. Το ξέρετε πολύ καλά ότι είχα ένα φίλο. Ε! λοιπόν, θα φρίξετε… μ΄
επρόδωσε!» γράφει σε επιστολή του προς την φίλη του, πριγκίπισσα
Ραζουμόφσκυ. Σε άλλη του επιστολή προς τον Τσάρο, την 2α Ιανουαρίου
1828, ο Υψηλάντης επιμένει πως «ο κόμις
Καποδίστριας, ον συνεβουλεύθην, συνεφώνησε προς την γνώμη μου, εύρε τα σχέδια
και τας παρασκευάς μου καλάς και καταλλήλους και μοι συνεβούλευσεν, ίνα ενεργήσω
και επιχειρήσω την έναρξιν τούτων, μη δεικνύων δισταγμόν περί της επιτυχίας».
Σύμφωνα
με την παράδοση της οικογένειας Υψηλάντη, όταν ο Αλέξανδρος ενημέρωσε τον
Καποδίστρια για την απόφασή του να ηγηθεί της Φιλικής Εταιρείας, ο τελευταίος,
όχι μόνον δεν τον απέτρεψε, αλλά τον ενεθάρρυνε: Ο γραμματέας του Δημήτριου
Υψηλάντη και ιστοριογράφος του Αγώνα, Ιωάννης Φιλήμων, σημειώνει:
«Ο Καποδίστριας ουδεμίαν αντέταξεν
εναντίαν γνώμην, και υπεστήριξε μάλιστα την απόφασιν του Υψηλάντου. Ούτος δε
χαίρων και λαβόμενος της χειρός αυτού, ηρώτησε: «Τίνα, Κόμη, έχετε γνώμην, όταν
οι Έλληνες επαναστατήσωσι κατά του σουλτάνου; Εναντία άρα θέλει είσθαι η
Ρωσσία, ή βοηθήσει, αν ουχί δι’ όπλων, όπερ ουξ αξιώ, αλλά τουλάχιστον
δι΄υλικών μέσων;» Ο Καποδίστριας απεκρίθη: «Αρκεί η εμφάνησις ολίγων χιλιάδων
επαναστατών κατά την Ελλάδα, όπως η Ρωσσία συνδράμη εκ των ενόντων»…»
Αντίστοιχες εξιστορήσεις παραθέτει
η επιστήθια φίλη του Αλέξανδρου Υψηλάντη, κόμισσα Λουλού Τυρχάιμ στα
Απομνημονεύματά της:
Σύμφωνα
με την κόμισσα Τυρχάιμ,
«ο Καποδίστριας που ήταν πληροφορημένος για όλα, επεδοκίμασε με
ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του νεαρού του φίλου, που ήθελε να
θυσιάση την ζωή του για την ευτυχία της πατρίδος του και του επανέλαβε αυτό που
είχε πη πολλές φορές στους συμπατριώτες του, δηλαδή ότι ακόμη και αν η
ευρωπαϊκή πολιτική δεν θα επέτρεπε στον τσάρο Αλέξανδρο να κηρυχθή ανοικτά υπέρ
της ελληνικής υποθέσεως, ωστόσο η καρδιά του θα είναι πέρα για πέρα με το μέρος
της Ελλάδος (…)
Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις θέλησε ο
Υψηλάντης να μιλήση με τον τσάρο αλλά ο Καποδίστριας τον εμπόδισε, ίσως γιατί
φοβόταν ότι το αναποφάσιστον στου τσάρου θα μπορούσε να περιπλέξη το κίνημα (…)
Παρ’ όλα αυτά, ήθελε ο Υψηλάντης να μιλήση και με τον τσάρο, ο Καποδίστριας
όμως τον έπεισε να μην το κάνη. Τότε εξέφρασε ο Υψηλάντης την επιθυμία
τουλάχιστον να κάνη γνωστό στον τσάρο ότι έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Ο
Καποδίστριας το βρήκε και αυτό περιττό, χωρίς καν να επιτρέψη στον φίλο του ν’
αποχωρήση από τον ρωσικό στρατό με την δικαιολογία ότι το διάβημα αυτό του
Υψηλάντη, θ’ απεθάρρυνε τους Έλληνας στην Πελοπόννησο, που έβλεπαν στο αξίωμά
του ως Ρώσου αξιωματικού, μια απόδειξι της προστασίας του τσάρου».
Σύμφωνα
και πάλι με την κόμισσα Τυρχάιμ, ο ίδιος ο Καποδίστριας, ευρισκόμενος στην
Γενεύη, της εμπιστεύτηκε πως
«όταν ο Υψηλάντης μίλησε στον τσάρο για το κίνημά του (σ.σ. με
επιστολή του απ’ την Μολδοβλαχία) και τον
παρακάλεσε να τον απολύση από τον ρωσικό στρατό, τότε ο τσάρος πήδηξε από την
χαρά του και χειροκροτώντας είπε: «Μπράβο νεαρέ μου! Αυτό το ονομάζω εγώ: «Ό,τι
πρέπει»! Έπειτα από μία ώρα πήγε ο τσάρος στον Μέττερνιχ και δυο ώρες αργότερα
διέταξε τον Καποδίστρια να γράψη στον Υψηλάντη ένα κεραυνοβόλο γράμμα, όπου
απεδοκίμαζε κατηγορηματικά το κίνημά του και τον απειλούσε βαρειά. Ο
Καποδίστριας δεν κατώρθωσε να μεταβάλη καθόλου το περιεχόμενο της επιστολής
αυτής. Από εκείνη την ημέρα είχε παραλύσει η επιρροή του επί του τσάρου και το άστρο
του είχε χάσει την λάμψι του προ του Μέττερνιχ».
Με
βάση τα παραπάνω στοιχεία, πολλά απ’ τα οποία ήρθαν στο φως σε μεταπολεμικές
ιστορικές εκδόσεις, κάποιοι σπεύδουν να συμπεράνουν πως ο Υψηλάντης το ’21,
υπήρξε παίγνιο στα χέρια της Ρωσίας, που χρησιμοποίησε τους Έλληνες για να
δημιουργήσει ένα προτεκτοράτο της στο Νότο, με κυβερνήτη τον Καποδίστρια. Άλλοι
πάλι διακρίνουν συνειδητές κινήσεις του Καποδίστρια, να χρησιμοποιήσει τον
Υψηλάντη και το κίνημα της Μολδοβλαχίας, είτε για να πετύχει την απελευθέρωση
της Ελλάδας και της Πόλης μαζί (ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επί της
ουσίας), είτε να πετύχει την απελευθέρωση τουλάχιστον του Μωριά και της
Ρούμελης θυσιάζοντας τον Υψηλάντη. Θα αντιμετωπίσουμε τους ισχυρισμούς αυτούς
στον επίλογό μας. Ας δούμε ωστόσο ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, που σκιαγραφούν
την στάση του Κόμη Καποδίστρια απέναντι στον Αγώνα…
ΜΕ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΕΡΗΜΗΝ ΤΟΥ
ΓΕΝΟΥΣ
Αφορίζοντας
και καταδικάζοντας φανερά τους Φιλικούς, ο Καποδίστριας εμφανίζεται ως
αντεπαναστάτης, ή χειρότερα, ως προδότης και στυγνός υπηρέτης του Τσάρου της
Ρωσίας. Οι επιθέσεις του ενάντια στην Φιλική Εταιρεία, θα μπορούσαν κάλλιστα να
είχαν αποτρέψει τους Έλληνες από το να οργανωθούν σ’ αυτήν, ή και να είχαν
δημιουργήσει έναν εμφύλιο πόλεμο στο Μωριά, ανάμεσα στους οπαδούς του
Παπαφλέσσα και τους ενόπλους που εργάζονταν στην δούλεψη των προκρίτων.
Στο πλαίσιο αυτό, η ετυμηγορία της
Ιστορίας θα τον κατέτασσε το λιγότερο ανάμεσα στις γραμμές του Κοραή, του
Ιγνάτιου Ουγγροβλαχίας, ή του Γρηγορίου του Ε’ – ανθρώπων δηλαδή που θεωρούσαν
άκαιρη την εξέγερση κατά του Σουλτάνου και που υποστήριζαν πως το Γένος όφειλε,
πρώτα να στραφεί προς την Παιδεία και μετά στα όπλα. Εκτός βεβαίως, αν οι
αφορισμοί κι οι αποτροπές του Καποδίστρια, καλύπτανε άλλες, πλέον ουσιαστικές επαναστατικές
ενέργειες, που θα τον ανακηρύσσανε «μυστικό επαναστάτη». Υπάρχουν άραγε;
Το
πρώτο στοιχείο που διαθέτουμε, είναι η φημολογούμενη «σύναξη των Αρματωλών στην
Λευκάδα», μετά την απόκρουση της εκστρατείας του Αλή Πασά, στο πλαίσιο της
υπεράσπισης της βραχύβιας «Επτανήσου Πολιτείας» - του πρώτου αυτόνομου
ελληνικού κράτους στην νεώτερη Ιστορία. Σε σχετικό λόγο του στην Μητρόπολη των
Αθηνών στα 1864, ο λόγιος Παναγιώτης Σούτσος αναφέρει:
«Συνελεύσεως γενομένης και παρεστώτος του
φιλοπάτριδος και μεγαλοπράγμονος μητροπολίτου Άρτης Ιγνατίου, οι αρματολοί
ώμοσαν επί του Ιερού Ευαγγελίου την απελευθέρωσιν των Ελλήνων και ώρισαν το
ερχόμενον έαρ χρόνον της πράξεως, τόπον δε εκρήξεως το Καστρίον, παρά τους
πρόποδας του Ολύμπου κείμενον».
Η
πληροφορία επιβεβαιώνεται και από τον στρατηγό Πάτροκλο Κοντογιάννη, ο οποίος
γράφει για τον πρόγονό του οπλαρχηγό, Μήτσο Κοντογιάννη:
«Ο Καποδίστριας συγκεντροί πάντας τους άνω οπλαρχηγούς και προσαγορεύει
αυτούς, πάντες δε ξιφουλκήσαντες ομνύουσι, συμφώνως προς πρόποσιν εγερθείσαν
υπό του Καποδιστρίου, να πραγματοποιήσωσι την παρ’ αυτού εξενεχθείσαν ευχήν της
απελευθερώσεως όλης της Ελλάδος».
Ο Νικόλαος Δραγούμης
Σύμφωνα
με τις παραπάνω μαρτυρίες, ο Καποδίστριας στα 1806, όντας επικεφαλής της
Επτανήσου Πολιτείας, υποσχέθηκε στους έλληνες οπλαρχηγούς, την στήριξη της
Ρωσίας για απελευθέρωση της Ελλάδας σε έναν χρόνο. Μεσολαβεί ωστόσο η Ειρήνη
του Τιλσίτ, και η υπόσχεση μένει στα χαρτιά.
Περισσότερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει μια αναφορά της 5ης Φεβρουαρίου 1812, ενός
μυστικού πληροφοριοδότη της αστυνομίας του Μέτερνιχ, σχετική με την δράση της
Φιλομούσου Εταιρείας που είχε ιδρυθεί από τον Άνθιμο Γαζή σε συνεργασία με τον
Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας και τον Καποδίστρια. Ο αυστριακός μυστικός αστυνομικός,
κρυφακούγοντας τις συζητήσεις που διεξάγονται στο περιθώριο του Συνεδρίου της
Βιέννης, αναφέρει τα εξής:
«Όταν ο συνομιλητής του τον ηρώτησε
«και τι λέγουν οι Τούρκοι;», ο Καποδίστριας απήντησεν:
- «Δεν λέγουν τίποτε, αλλ’ όταν θα
ξυπνήσουν μια μέρα και θα σφάξουν μερικούς – οι άλλοι θα σωθούν. Η Εταιρεία
όμως θα εξαπλωθή και σιγά-σιγά, θα μπορέση η Ελλάς να εγερθή. Το Έθνος είναι
πάντοτε το αυτό, δεν αναπνέει παρά την Ελευθερίαν. Έλληνες σκλάβοι δεν
υπάρχουν, εκτός από εκείνους των Πριγκηπονήσων, απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως
(δηλαδή οι Φαναριώται). Αυτοί οι αξιολύπητοι που θέλουν να πλουτήσουν και ν’
ανεβούν και καταλήγουν να χάσουν το κεφάλι τους όταν γίνουν ισχυροί. Οι άλλοι
Έλληνες, των βουνών, είναι ένα άλλο είδος ανθρώπου. Και ακριβώς εις αυτούς
στηρίζεται και απευθύνεται το εν Αθήναις Λύκειον της Εταιρείας των Φιλομούσων».
Ο
Καποδίστριας εμφανίζεται στην αναφορά του αυστριακού πράκτορα, ως επαναστάτης
οραματιστής, που προορίζει την Εταιρεία των Φιλομούσων να αποτελέσει
παιδαγωγικό, αλλά και επαναστατικό καθίδρυμα. Για τον Καποδίστρια (αν βεβαίως
μπορεί να εμπιστευτεί κανείς έναν μυστικό αστυνομικό, που εξασφαλίζει τα προς
το ζην προωθώντας πάσης φύσεως πληροφορίες προς τους ανωτέρους του…) αρκεί
μονάχα η Φιλόμουσος Εταιρεία να απευθυνθεί στους ανθρώπους των ορέων, στους
Κολοκοτρώνηδες και τους Ανδρούτσους της Ελλάδας, ώστε να υπάρξει η επαναστατική
ανάφλεξη με πάθος, αλλά και γνώση.
Υπάρχουν όμως και άλλα δεδομένα:
Όπως
προαναφέραμε, η πρώτη κρούση των Φιλικών προς τον Καποδίστρια, γίνεται από τον
Νικόλαο Γαλάτη. Μετά την άρνηση του Κόμη να συνδράμει το έργο τους, ο Γαλάτης
αποχωρεί. Στην Πετρούπολη θα συναντήσει τον Χριστόφορο Περραιβό και τον θεσσαλονικιό Δημήτριο Αργυρόπουλο,
μετέπειτα πρόξενο της Ρωσίας στο Ιάσιο. Το στόμα όμως του νεαρού Γαλάτη δεν
μένει κλειστό – οι συνωμοτικές προφυλάξεις, του είναι ξένες.
Οι
τρεις έλληνες συνωμότες, συλλαμβάνονται ένα βράδυ να έχουν προσφύγει στις
υπηρεσίες μιας κοκότας, η οποία, είτε εργαζόταν για την ρωσική μυστική
αστυνομία, είτε θέλησε να εξαγοράσει την ανοχή των αρχών για μελλοντικές της
αταξίες. Η Ρωσίδα κατέδωσε τους τρεις Φιλικούς, οπότε και οδηγήθηκαν στον
ανακριτή.
Όπως
σημειώνει ο βιογράφος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Περικλής Ροδάκης,
«ο Καποδίστριας και η αστυνομία του
Τσάρου φοβήθηκαν ότι οι κινήσεις του Γαλάτη έγιναν αντιληπτές από τον Άγγλο
πρεσβευτή Κάθκαρτ. Ύστερα από ανακρίσεις, ο Περραιβός και ο Αργυρόπουλος
αφέθηκαν ελεύθεροι, αλλά ο Γαλάτης διώχτηκε από την Πετρούπολη. Και εδώ
κρύβεται το μεγάλο μυστικό του Καποδίστρια. Ο Γαλάτης δεν απελαύνεται, αλλά
στέλνεται στη Μολδαβία με διπλωματική κάλυψη και τίθεται υπό την προστασία του
Γενικού Προξένου της Ρωσίας εκεί, του Πίνη. Στο Ιάσιο του έδωσαν 500 δουκάτα
που ισοδυναμούν με 5000 ρούβλια, ποσό πολύ μεγάλο για τα μέτρα της εποχής.
Παράλληλα του έδωσαν και το ψευδώνυμο Αλεξιανός, προφυλάσσοντάς τον από
ενδεχόμενη παρακολούθησή του. Όλ’ αυτά δείχνουν ότι, όχι μόνον δεν τον
τιμώρησαν, αλλά τον αντάμειψαν γενναία. Τον έστειλαν στο Ιάσιο με διπλωματική κάλυψη
και τον χρηματοδότησαν για να μπορεί να κινηθεί ελεύθερα (…)
Ο Γαλάτης στο Ιάσιο συνεχίζει το
έργο του (…) Μύησε πολλούς υπαλλήλους του ρωσικού προξενείου. Ανάμεσα στους
μυημένους του είναι και ο Γεώργιος Λεβέντης. Δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζεται
ότι τιμώρησαν το Γαλάτη και κείνος να μυεί τους υπαλλήλους του προξενείου – και
αυτό, σε περιοχή που ελέγχεται από τους Τούρκους».
Δεν
είναι όμως μονάχα, που αφήνεται ελεύθερος ο συνωμότης Γαλάτης, και που
στέλνεται στο Ιάσιο με διπλωματική κάλυψη της Ρωσίας. Τόσο ο Περραιβός, όσο και
ο Αργυρόπουλος, αφήνονται ελεύθεροι και μάλιστα…αποζημιώνονται και με 100
ρούβλια ο πρώτος και 50 ο δεύτερος, για την ταλαιπωρία τους! Είναι δυνατόν ένας
εχθρός της Επανάστασης να έχει φερθεί τόσο στοργικά σε συνωμότες, βάζοντας σε
κίνδυνο το ίδιο του το αξίωμα; Και πώς ο Γαλάτης αφήνεται ανενόχλητος να
προβαίνει σε μυήσεις στην Μολδοβλαχία – και μάλιστα μέσα στο ρωσικό προξενείο –
αν όχι για να δοθεί η εντύπωση της ρωσικής κάλυψης στις δραστηριότητές του;
Τα
στοιχεία αυτά, μας δείχνουν έναν διαφορετικό Καποδίστρια: Έναν άνθρωπο με
οράματα και προσδοκίες για την Εταιρεία των Φιλομούσων, αν όχι για την Φιλική
Εταιρεία, τους άνδρες της οποίας ωστόσο, δεν κατέτρεξε, αλλά κρυφά υποβοήθησε.
Σε τι συμπέρασμα μπορούμε να καταλήξουμε για τον κερκυραίο αριστοκράτη; Κατά
την γνώμη μας, καταλυτική είναι η μαρτυρία του Νικολάου Δραγούμη, γραμματέα του
Καποδίστρια στην Ελλάδα και μετέπειτα υπουργού των Εξωτερικών…
Ο Υψηλάντης διαβαίνει τον ποταμό Προύθο. Πίνακας του βαυαρού ζωγράφου, Peter Von Hess. Το
σπαθί που κρατάει ο Υψηλάντης, ήταν, σύμφωνα με την παράδοση των Οθωμανών, το
σπαθί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: «ΒΓΑΛΑΤΕ
ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ…»
Στις
Αναμνήσεις του, ο Νικόλαος Δραγούμης, αναφέρεται σε διάλογο που είχε με τον
Κυβερνήτη, όντας γραμματέας του. Την ώρα που ο Καποδίστριας ετοιμάζεται να
εκδώσει εγκύκλιο απαγόρευσης των μυστικών εταιρειών στην Ελλάδα, ρωτά
αιφνιδιαστικά τον 20χρονο Δραγούμη, σε ποιαν εταιρεία ανήκει!
Η
ερώτηση, προκαλεί το γέλιο του:
- Διατί γελάς;
- Διότι είναι δυνατόν ν’ ανήκω εγώ εις εταιρείαν; Δεν
βλέπετε ότι είμαι σχεδόν αγένειος;
- Αγένειος! Επανέλαβε σείων την κεφαλήν. Ίσα, ίσα, σεις οι
νέοι έχετε τα μυαλά αναμμένα.
Και χωρίς να περιμείνη
απάντησιν αφήκε τον κάλαμον και ανεγερθείς εσώρευσε κατά της εταιρίας των
Φιλικών πολλά και αυστηρά. Διαγράψας δ’ εν συνόψει την πορείαν αυτής, ανέφερε
τας γενομένας αυτώ προτάσεις και τας αρνητικάς απαντήσεις δια το απονενοημένον
της μελετωμένης επιχειρήσεως (…) Είτα καταστρέψας τον λόγον…
-
Να, ανεφώνησεν εξαφθείς, αυτά εκάμετε κ’ εβγάλετε τα μάτια σας.
Αλλ’ αν οι αποσταλέντες το 1820
προς αυτόν οπλαρχηγοί και οι εκ Δακίας δύο διπλωμάται, ήτοι ο Μαυροκορδάτος και
ο Πανταζόγλους, ήκουσαν συναινούντες κατά το φαινόμενον ομοίαν απάντησιν, δεν
ήτο δυνατόν να συμβή το αυτό και εις τον νεανίαν γραμματέα του Κυβερνήτου. Εξ
εναντίας κεραυνός κατέπεσεν εις την κεφαλήν μου ότε ήκουσα την τελευταίαν
φράσιν. Ας φαντασθή τις νέον διατρέχοντα το εικοστόν έτος της ηλικίας,
πιστεύοντα ότι το ελληνικόν έθνος ην το πρώτον έθνος της γης, έχοντα ιδέαν
υπερβολικήν περί των κατορθωμάτων των συμπολιτών, λατρεύοντα τον αγώνα και
φυσιώντα δια την ευτυχή αυτού έκβασιν! Εξήφθην όλος, εγενόμην άλλος εξ άλλου
και παραβάς την τάξιν μου, καθ’ ην μόνον περί υπηρεσίας ωμίλουν προς τον
Κυβερνήτην…
-
Εβγάλαμεν τα ‘μάτια μας! Ετόλμησα να ανακράξω. Δεν είμεθα λοιπόν ανεξάρτητοι
και δεν έχομεν Κυβερνήτην;
- Ω!
κύριε! Υπέλαβε καγχάσας΄ το πρόσωπόν σου εμφαίνει ανωτέραν των διπλωματικών σου
γνώσεων την φιλοπατρίαν σου. Ούτε ανεξάρτητοι είμεθα, ούτ’ εγώ απέκτησα μεγάλον
πράγμα…ονομασθείς Κυβερνήτης των Ελλήνων.
-
Απεκτήσαμεν όμως ημείς.
- Αν
ήμην βασιλεύς, είπε πλησιάσας με ιλαρός, θα σε ωνόμαζον αυλικόν μου.
Αλλ’ αν ετόλμων να ομιλήσω και
τρίτον, θ’ απεκρινόμνην ότι όπως γίνω αυλικός δεν ήρκει μίαν μόνη θέλησις.
Και ότι δεν ήμεθα ανεξάρτητοι
έλεγε την αλήθεια, διότι τα πρωτόκολλα αντί δούλων καθίστων ημάς υποτελείς της
εξουσίας καθ’ ης ηγωνίσθημεν. Ότι δε και αυτός δεν απέκτησε μέγα πράγμα,
απέδειξεν ο Σεπτέμβριος του 1831 έτους.
Και όμως δεν αρνούμαι ότι η
αυστηρότης των λεχθέντων με κατελύπησε. Ναι μεν και τότε ήμην πεπεισμένος και
μετά ταύτα επείσθην έτι μάλλον ότι, ου μόνον πάσα πράξις, αλλά και πάσα λέξις
του Κυβερνήτου, σκοπόν πρώτιστον είχε την απελευθέρωσιν της πατρίδος, ουδέποτε
όμως ηυλόγησα την μνήμην του ανδρός όσον ότε ανέγνων το προς τον αυτοκράτορα
Αλέξανδρον νεωστί δημοσιευθέν υπόμνημα αυτού, εν ω ηγωνίζετο ν’ αποδείξη και
δικαίαν και συμφέρουσαν εις την Ευρώπην την επέμβασιν της Ρωσίας υπέρ του
ελληνικού επιχειρήματος…»
Ο
Δραγούμης είναι σαφής: Ο Καποδίστριας στέκεται ενάντιος στους Φιλικούς, ακόμα
και όταν η Επανάσταση έχει νικήσει, ακόμα και όταν ο ίδιος έχει γίνει
Κυβερνήτης της Ελλάδας. Πειράζει τον νεαρό γραμματέα του, λέγοντάς του πως
«βγάλατε μόνοι σας τα μάτια σας», προκαλώντας την έξαψη, αν όχι και οργή του
Δραγούμη, που του υπενθυμίζει πως μετά τον πολυετή Αγώνα, οι Έλληνες είναι
πλέον ανεξάρτητοι. «Ούτε βασιλιάς είμαι, ούτε ανεξάρτητοι είμαστε, αλλά
υποτελείς» του απαντά ο Κόμης. Όσο για το Υπόμνημα, ή την λεγόμενη
«Αυτοβιογραφία» του Καποδίστρια, αυτό συνετάχθη για να πετύχει την επέμβαση της
Ρωσίας στο πλευρό των αγωνιζόμενων Ελλήνων, έστω και με καθυστέρηση.
ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ
Ζητήματα που αφορούν
λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς, επιλογές με επιπτώσεις παγκόσμιες και
διαβουλεύσεις πίσω από κλειστές πόρτες, δεν είναι καθόλου εύκολο να
αποτυπωθούν, πόσο δε μάλλον να εκτιμηθούν ιστορικά. Το ερώτημα αν ο ελληνικός
λαός υπήρξε παίγνιο στα χέρια της Ρωσίας το ’21, οι σχέσεις Καποδίστρια και
Υψηλάντη, η δράση των μυστικών εταιρειών πλάι στα ανακτοβούλια των ηγεμόνων,
ρίχνουν βαρύ και αδιαφανές πέπλο για τον επίδοξο ερευνητή. Ακόμα και οι
βεβαιότητές μας, είναι πάντα υπό αναίρεση, στην αναμονή έστω και ενός εγγράφου
από κάποιο άγνωστο και σκονισμένο αρχείο.
Με
βάση τα όσα έχουμε παραθέσει, τόσο εδώ, όσο και στα αφιερώματα που έχουμε
πραγματοποιήσει για το ’21 στην παρούσα ιστοσελίδα, σε ένα συμπέρασμα
οδηγούμαστε: Ο Καποδίστριας δεν ήτανε «προδότης», δεν ήταν «μυστικός
επαναστάτης». Ήταν χαρακτηριστικός εκπρόσωπος ρεαλιστή πολιτικού, έμπλεου
ωστόσο πατριωτικού οραματισμού. Σχήμα σπάνιο, ιδίως στις μέρες μας.
Ο
Καποδίστριας διέκρινε τις φυγόκεντρες τάσεις των Ελλήνων, διαπίστωνε τον σταδιακό
τους αναβρασμό και κρατείτο οπωσδήποτε ενήμερος. Δεν πίστευε ωστόσο πως το
Γένος ήταν έτοιμο για το μεγάλο επαναστατικό εγχείρημα: Αριστοκράτης, γνώστης
της Ιστορίας και του μεγάλου εθνικού δυναμικού, δεν θα συμβιβαζόταν με την
απελευθέρωση μιας μικρής γωνιάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μικρής σκιάς σε
σχέση με το ένδοξο βυζαντινό της παρελθόν. Η Ελλάδα του Καποδίστρια, ήταν η
μεγάλη Ελλάδα του Ρήγα και του Φαναρίου, όχι η μικρή Ελλάδα του τοπικού
οπλαρχηγού.
Η
Φιλική Εταιρεία τρόμαξε τον Καποδίστρια, όπως και τον Πατριάρχη. Η δράση της
εγκυμονούσε το ανεξέλεγκτο, που θα μπορούσε να καταστρέψει, ό,τι είχε πετύχει η
ρωσική και φαναριώτικη διπλωματία τον 18ο αιώνα. Άνθρωποι χωρίς
οικονομική επιφάνεια, άγνωστοι έμποροι χρεωκοπημένοι, μέτριας παιδείας και
γνωριμιών, ήσαν ακατάλληλοι για ένα πραγματικά μεγάλο εγχείρημα. Η φλόγα
ωστόσο, δεν έπρεπε να σβήσει. Και στον συμβιβασμό επάνω, ο Καποδίστριας έστερξε
να αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής ο Υψηλάντης, για να κρατήσει ψηλά το ηθικό,
την εθνική ενότητα, το κύρος της όλης προσπάθειας.
Οι
προδοσίες που χτύπησαν την Φιλική, αρχές του ’21, εξαναγκάσανε τον Υψηλάντη να
κινηθεί νωρίτερα απ’ το αναμενόμενο - και τον Καποδίστρια να βρεθεί αντιμέτωπος
με μια καταστροφή. Θα την αποσοβήσει, πείθοντας την Ιερά Συμμαχία να μην
επέμβει στο πλευρό του Σουλτάνου. Του το χρωστάμε ιστορικά, και τον
ευγνωμονούμε. Το αποτέλεσμα του Αγώνα ωστόσο, δικαιώνει τους αρχικούς του
δισταγμούς: Η Ελλάδα που απελευθερώθηκε, ήταν πολύ μικρή από κάθε άποψη.
Ο
επαναστατικός ρομαντισμός του Υψηλάντη, αναμετρήθηκε με την σωφροσύνη του
Καποδίστρια και νίκησε. Το Γένος έκανε την επιλογή του, προτιμώντας το
απονενοημένο από το ορθό. Τι θα γινόταν όμως, στην αντίθετη περίπτωση; Η
Επανάσταση θ’ αργούσε για μισό τουλάχιστον αιώνα, ερχόμενη δεύτερη και
καταϊδρωμένη σε σχέση με την αντίστοιχη των Σέρβων. Η ωρίμανση της εθνικής
συνείδησης ευάριθμων πληθυσμών της κεντρικής Ελλάδας ή της Μακεδονίας, μπορεί
να ήταν διαφορετική. Η έξοδος της Βουλγαρίας στο Αιγαίο με κατοχή της
Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, θα ήταν κατά πολύ ευκολότερη, καθώς δεν
θα υπήρχε ελληνικό κράτος να αντενεργήσει σε μια τέτοια επιδίωξη. Μα πάνω απ’
όλα, δεν θα ήμασταν εμείς τα παιδιά του ’21, δεν θα ‘χε γίνει η Ελλάδα φάρος
και σύμβολο του παγκόσμιου φιλελευθερισμού, δεν θα μας είχε τραγουδήσει ο
Μπάιρον, ο Πούσκιν, ο Μπετόβεν, ο Ουγκώ.
Απ’
το ’21 μέχρι σήμερα, ο ενθουσιασμός διαδέχεται την σωφροσύνη και οι εθνικοί
θρίαμβοι τις εθνικές καταστροφές, που όμως μας διαμορφώνουν. Και σήμερα,
βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε νέο σταυροδρόμι.
Ας
είναι ετούτο το άρθρο, μια συμβολή για την επιλογή σου αναγνώστη…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Περικλής
Ροδάκης: «Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η Φιλική»
2) Ιωάννης
Φιλήμων: «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως»
3) Ιωάννης Φιλήμων: «Δοκίμιον
Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας»
3) Πολυχρόνης
Ενεπεκίδης: «Ρήγας – Υψηλάντης – Καποδίστριας»
4) Γ. Κορδάτος: «Η
κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανάστασεως του ‘21»
5) Παναγιώτης Σούτσος:
«Λόγος εκφωνηθείς τη 19 Ιουλίου 1864 εις το προαύλιον της Μητροπόλεως Αθηνών
κατά την άφιξιν των Πληρεξουσίων της Επτανήσου»
6) Πάτροκλος
Κοντογιάννης: «Κοντογιανναίοι: Κλέφτες Αρματωλοί, Αγωνισταί»
7) Ελευθέριος Μωραϊτίνης
Πατριαρχέας: «Νικόλαος Γαλάτης ο Φιλικός»
8) Ιωάννης Καποδίστριας: «Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια»
9) Εμμανουήλ Ξάνθος: «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας»
10) Κανέλλος Δεληγιάννης: «Απομνημονεύματα»
11) Νικόλαος Δραγούμης: «Ιστορικαί Αναμνήσεις»
12) Σπύρος Χατζάρας: Ο μυστικός επαναστάτης, Ιωάννης Καποδίστριας
(http://kapodistrias1821.blogspot.com/2008/10/blog-post_26.html)
1 σχόλιο:
Το μεστό άρθρο του Ανδρέα Μακρίδη καταλήγει σε συμπεράσματα ενδεχομένως λανθασμένα. Κάνει μια καλή ανασκόπηση των δυο βασικών απόψεων, πλήρως αντίθετων μεταξύ τους, βασιζόμενο και στην άποψη του Καποδίστρια ως «μυστικού επαναστάτη» που έχει παρουσιαστεί και πριν τον Κ. Χατζάρα. Κάποια λάθη όπως η ημερομηνία της 5ης Φεβρουαρίου 1812 δεν είναι σημαντικά, προφανώς το 1812 είναι 1815. Το σημαντικό για τον μέσο αναγνώστη είναι ότι παροτρύνεται να ψάξει περαιτέρω, σε στοιχεία που αποτελούν τεράστια ερωτηματικά: γιατί η ιστορία συχνά εμφανίζεται πολωτική και δεν αξιοποιεί ένα σωρό στοιχεία όπως αυτά που εντοπίζει και ο Α. Μακρίδης; Γιατί έχει αποδώσει την μυστική Εταιρεία (Φιλική) στον Ξάνθο κάτι που είναι βέβαιο ότι αποτελεί ψευδή μαρτυρία του ίδιου του Ξάνθου; Υπό ποιες συνθήκες εμφανίζεται από το 1832 η ιστορική θεώρηση για τον Καποδίστρια «τύραννο των Ελλήνων»; Ποια ήταν η πραγματική σχέση Υψηλάντη-Καποδίστρια και ποια η σχέση Τσάρου-Καποδίστρια; Γιατί ο Δ. Υψηλάντης -που για ορισμένους αποτελεί το κόκκινο πανί στην Πελοπόννησο- φέρει ως σύμβολο της Επανάστασης αυτό που ζωγραφίζει και ο Hess στον πίνακα με τον Αλ. Υψλάντη, δηλαδή τον αναγεννώμενο Φοίνικα;
Δημοσίευση σχολίου