Οι Βλάχοι στην Χερσόνησο του Αίμου
Οι Βλάχοι δεν
ήταν και δεν είναι ένας ενιαίος λαός με κάποια απώτερη κοινή καταγωγή.
Είναι από της εμφανίσεώς τους λατινόφωνοι Ρωμαίοι πολίτες.
Αυτό αποτελεί
το κύριο χαρακτηριστικό τους και όχι κάποια εθνολογική καταγωγή.
Κατοικούν σε όλη την Νοτιοανατολική Ευρώπη στους τόπους που συνδέονται
με την οργάνωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στις Ελληνικές Χώρες
βρίσκονται κυρίως στις επαρχίες με στρατηγική σημασία σε διαβάσεις και
οδικές αρτηρίες.
Στα χρόνια του Βυζαντίου οι Βλάχοι της Θεσσαλίας, της
Ηπείρου και της Μακεδονίας διακηρύσσουν το 1259 ότι είναι απόγονοι του
Αχιλλέα και των αρχαίων Ελλήνων. Την ίδια περίοδο, οι Βλάχοι του Δούναβη
αναμιγνύονται με Κουμάνους και Βούλγαρους μην έχοντας καμία σχέση με
τους Βλάχους ούτε των ελληνικών χωρών, ούτε της Δαλματίας.
Η μερική
ομοιότητα στις δυο γλώσσες οφείλεται στην άνοδο των λατινόφωνων από τον
Νότο προς τον Βορρά, στην σημερινή Ρουμανία, κατά τη διάρκεια της
Βυζαντινής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δηλαδή, οι Βλάχοι Έλληνες
λατινόφωνοι δεν κατέρχονται, αλλά ανέρχονται στη Δακία.
Ο μόνος που
αναφέρει διαφορετικές πληροφορίες είναι ο Αρμένιος στρατηγός Ιωάννης
Κεκαυμένος, που τίθεται επικεφαλής αποτυχημένης εκστρατείας εναντίον των
Βλάχων στη Θεσσαλία τον 11ο αιώνα.
Ο Κεκαυμένος στο ''Στρατηγικόν'' του, χαρακτηρίζει ''άπιστον και πονηρόν γένος''
τους Βλάχους, αναφέροντας ότι είναι βάρβαροι που ήλθαν από τον Δούναβη.
Τις δικές του πληροφορίες επαναλαμβάνουν αρκετοί μεταγενέστεροι
χρονογράφοι. Δεν είναι όμως δυνατό να είναι έγκυρη πηγή ένας
ταπεινωμένος και ηττημένος στρατηγός για τον οποίο ο μελετητής του, ο
Ούγγρος ιστορικός Λ. Ταμάς, γράφει χαρακτηριστικά το 1936: ''το να
θελήσεις να ξεκαθαρίσεις μια πηγή ιστορικών πληροφοριών υπό τα γραφόμενα
του Κεκαυμένου είναι σαν να επιχειρείς το αδύνατον''.
Εν
προκειμένω, τις απόψεις του Κεκαυμένου για κάθοδο των Βλάχων από τον
Δούναβη απορρίπτουν επιφανείς Ρουμάνοι ιστορικοί όπως οι T. Papahagi, A.
Sacerdoteanu, Siviu Dragomir, Cicerone Poghirc, και Petre Nasturel.
Πως προέκυψαν οι λατινόφωνοι στις ελληνικές χώρες;
Μετά την
κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους, το 167 π.χ, ο ντόπιος
ελληνισμός χρησιμοποιείται σε δημόσιες θέσεις του ρωμαϊκού κράτους, στον
στρατό, καθώς και στη φύλαξη των συνόρων από βόρειους επιδρομείς.
Οι
Ρωμαίοι, έχοντας μεγάλο θαυμασμό στον πολυδύναμο μακεδονικό στρατό,
στρατολογούν μισθοφόρους για τη διατήρηση της τάξης στην περιοχή και της
ελεύθερης επικοινωνίας στους δρόμους και προπαντός στις διαβάσεις των
βουνών.
Έτσι εφαρμόζουν το σύστημα των κλεισουροφυλάκων στους οδικούς
άξονες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι όλες οι
εγκαταστάσεις των Βλάχων βρίσκονται στην οροσειρά της Πίνδου και στον
Βαρνούντα. Έτσι λοιπόν συμπεραίνεται ότι η διαμόρφωση των Βλάχων
προέρχεται από τις φρουρές τις οποίες εγκαθιστούν οι Ρωμαίοι στην
Πίνδο.
Η γλώσσα των Ρωμαίων λεγεωνάριων εξαπλώνεται από την Ουαλία και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο. Από τη δημώδη λατινική και την εξέλιξη της στις διάφορες χώρες διάδοσής της διαμορφώνονται οι σύγχρονες ρομανικές γλώσσες όπως η ιταλική, η ισπανική, η γαλλική, η πορτογαλική, η ελβετική, η ρουμανική, η ιστρορομανική, η μεγλενορομανική και η αρωμουνική, δηλαδή τα βλάχικα που μιλούν οι Έλληνες Βλάχοι.
Επιστημονικά,
μπορούμε να δεχθούμε ότι οι σημερινοί Έλληνες Βλάχοι είναι απόγονοι
Ελλήνων και Ρωμαίων αποίκων, αλλά όχι απόγονοι των εκλατινισμένων αρχικά
Δακών και αργότερα, κυρίως Κουμάνων, όπως είναι οι σημερινοί Ρουμάνοι.
Οι Έλληνες
Βλάχοι ως δίγλωσσοι χρησιμοποιούν ως γλώσσα της παιδείας, της Εκκλησίας,
του ιδιωτικού και δημοσίου βίου τους εν γένει, την ελληνική.
Στους
νεότερους χρόνους το ίδιο φαινόμενο το συναντάμε στους Μακεδονοβλάχους
παροίκους στη Διασπορά της Κεντροανατολικής Ευρώπης.
Το ίδιο συμβαίνει
και σήμερα στους Βλάχους από τις αλβανικές επαρχίες που έχουν κοινή
καταγωγή με τους Βλάχους των ελλαδικών χωρών.
Ο εκλατινισμός αρχικά και
στη συνέχεια η χρήση της λατινικής από τους πληθυσμούς της Βαλκανικής
διαρκεί στις ελληνικές χώρες από το 167 π.χ μέχρι περίπου το 620 μ.χ.
Σημειώνεται δε ότι παραμένουν τα λατινικά η πρώτη επίσημη γλώσσα της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Ηράκλειου και
του βυζαντινού στρατεύματος σε μεγάλο βαθμό μέχρι τον 10ο αιώνα.
Η βλάχικη γλώσσα
Τα βλάχικα
είναι μια από τις τέσσερις ρομανικές (δηλαδή νεολατινικές) γλώσσες της
Βαλκανικής λατινικής.
Όταν μιλάμε για τη βλάχικη γλώσσα (νεολογισμοί:
αρωμουνική, αρμάνικη, κουτσοβλαχική) στο χώρο της Νοτίου Βαλκανικής
εννοούμε τα βλάχικα, δηλαδή το σύνολο των βλάχικων προφορικών διαλέκτων.
Η γλώσσα αυτή παραμένει μέχρι σήμερα προφορική. Τα βλάχικα, σύμφωνα και
με τους ειδικούς γλωσσολόγους, είναι το σύνολο των διαλέκτων μίας μη
ομογενοποιημένης και μη κωδικοποιημένης προφορικής γλώσσας.
Πηγή: Ανδρέας Β. Σταματόπουλος & Βασίλειος Α. Σταματόπουλος, ''ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΒΛΑΧΟΙ (17ος-19ος αι.). Έλληνες Βλάχοι στην Κεντροανατολική Ευρώπη. Η αποκατάσταση της αλήθειας'', Βουδαπέστη 2015.
--
Από την ιστοσελίδα: Βλαχόφωνοι Έλληνες- οι Στυλοβάτες του Γένους http://vlahofonoi.blogspot.gr/2015/10/blog-post_69.html
12 σχόλια:
Στην Οχρίδα, λέει ένας ερευνητής, οι Βλάχοι επικοινωνούσαν σε πέντε γλώσσες επειδή αυτοί τον περισσότερο καιρό ζούσαν στα βουνά της Ελλάδας, ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες και τους «Μακεδόνες», ενώ στην Οχρίδα θα επικοινωνούσαν με τους Τούρκους και τους Αλβανούς. Ποια εθνικότητα πρέπει να δώσουμε σε αυτούς; 14 κράτη της Αφρικής μιλούν γαλλικά, 15 άλλα μιλούν αγγλικά. Θα αποκαλέσουμε τους Αφρικανούς Γάλλους και Άγγλους; ή τους Γάλλους και τους Άγγλους θα τους αποκαλέσουμε Αφρικανούς;!
Στή σημερινή Ρουμανία, στην αρχαία εποχή κατοικούσαν οι δάκες. Από τον 8ο αιώνα π.Χ., στα παράλια τής Μαύρης θάλασσας, οι έμποροι έλληνες και κυρίως οι μιλήσιοι τής Μικράς Ασίας ίδρυσαν στίς ακτές τής Δακίας αποικίες (Ίστρία, Τόμοι κ.λπ.).
Με τον καιρό, οι έλληνες άποικοι εισχώρησαν και στο εσωτερικό και άρχισαν ανταλλαγές με τούς δάκες και τούς άλλους λαούς τής βόρειας περιοχής τής Βαλκανικής. Τα κυριότερα είδη των ανταλλαγών ήταν ζώα, δημητριακά, κερί, λάδι, κρασιά, ξυλεία, δέρματα. Οι δάκες έδιναν μέλι, κερί, σιτηρά, οικοδομήσιμη ξυλεία, δέρματα, ψάρια, μαλλί και δούλους κι έπαιρναν από τούς έλληνες, λάδι, γλυκά, γυάλινα είδη, υφαντά, κρασιά, κοσμήματα, είδη κεραμικής και άλλα. Ύστερα από χρόνια, οι ελληνικές αποικίες μεγάλωσαν και πλούτισαν. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως πλήθος από αντικείμενα, που μαρτυρούν αφ΄ ενός τον πλούτο και την ευημερία των ελληνικών αποικιών κι αφ΄ ετέρου την ανάπτυξη σε πλατιά κλίμακα των εμπορικών ανταλλαγών. Βρέθηκαν ακόμα αμφορείς τής Ρόδου, Κνίδου και Θάσου, που δείχνουν, πως και στην ελληνιστική εποχή οι ανταλλαγές και γενικά οι οικονομικές σχέσεις των πολιτιστικών κέντρων τής ελλαδικής περιοχής με τις πόλεις τής Δακίας ήταν πολύ αναπτυγμένες.
Είναι λοιπόν βεβαιωμένο, πως ο ελληνικός αποικισμός στην περιοχή τής Σκυθίας και τού Δούναβη, έφτασε τον 5ο αιώνα σε μεγάλη ανάπτυξη. Από τότε ως τούς μακεδονικούς χρόνους διαμορφώθηκε ένας ιδιότυπος ελληνοδακικός πολιτισμός, που κράτησε αιώνες. Οι αρχαιολογικές έρευνες, έφεραν στο φως πολύτιμα ευρήματα, που μαρτυρούν για την ύπαρξη τού πολιτισμού αυτού.
Τον 5ο και 4ο αιώνα υπήρχαν στα παράλια τής Ρουμανίας πόλεις ελληνικές, που ήταν κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας. Δεν έχουμε ξεκαθαρισμένες ειδήσεις για το ρόλο, που έπαιξαν οι δάκες κατά τούς ελληνιστικούς χρόνους. Ξέρουμε όμως, πως κατέβηκαν προς τα κάτω και πολέμησαν με τούς μακεδόνες. Κι ακόμα ξέρουμε, πως στα χρόνια τής παρακμής τής Ελλάδας, οι δάκες και οι γείτονές τους υπερασπίστηκαν με γεναιότητα τη χώρα τους από τις επιδρομές άλλων λαών.
Ενώ όμως οι έλληνες έχασαν την ελευθερία τους, το 146 π.Χ., οι δάκες εξακολουθούσαν να είναι ελεύθεροι. Οι ρωμαίοι, αφού πρώτα υπόταξαν την Ελλάδα και τις χώρες τής κοντινής Ανατολής, στράφηκαν ύστερα προς τη βόρεια Βαλκανική. Πέρασαν από την ιστορική μάχη τής Κορίνθου (146), 250 χρόνια ώσπου να πατήσουν και να κατακτήσουν τη Δακία. Η εισβολή των ρωμαίων έγινε το 102 π.Χ., με επικεφαλής τον Τραΐανό. Χρειάστηκαν όμως, παραπάνω από δυο χρόνια αιματηροί αγώνες, για να κατακτήσουν οι ρωμαίοι τη Δακία. Ο ηγεμόνας της, Δακεβάλος, όταν έχασε τη μάχη, αυτοκτόνησε, για να μην πέσει στα χέρια τού Τραϊανού καί αλυσοδεμένος σταλθεί στη Ρώμη.
Από τότε, η Δακία επηρεάζεται από το ρωμαϊκό πολιτισμό, γιατί οι ρωμαίοι εγκατέστησαν στα στρατηγικά σημεία τής Δακίας και στα εμπορικά της κέντρα, μόνιμες και ισχυρές φρουρές και παράλληλα έστειλαν και ρωμαίους αποίκους.
Με τον καιρό οι δάκες έχασαν τη γλώσσα τους. Από τις επιγαμίες με τούς ρωμαίους, ξέχασαν τα δακικά και μιλούσαν τα λατινικά. Κράτησαν όμως και πολλά στοιχεία από τη γλώσσα τους. Αργότερα, με τις επιδρομές και επιγαμίες με ούγγρους και κυρίως με σλάβους, η γλώσσα τους πλουτίστηκε από λέξεις των λαών αυτών. Έτσι, διαμορφώθηκε η γλώσσα, που μιλούν σήμερα.
Όπως ξέρουμε, όταν χωρίστηκε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395, η βυζαντινή αυτοκρατορία περιλάβαινε καί τη σημερινή Ρουμανία. Έτσι η επίδραση τού Βυζαντίου επηρέασε πολύ τούς βλάχους. Οι λατινόγλωσσοι λοιπόν, κάτοικοι τής Δακίας όχι μόνο παρέμειναν πιστοί στο χριστιανισμό, αλλά και τάχτηκαν στο πλευρό τής ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παπική Εκκλησία προσπάθησε να τούς προσεταιριστεί, αλλά οι δάκες έμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης.
Στο μεσαίωνα, η περιοχή τού Δούναβη σιγά σιγά έχασε το αρχαίο της όνομα. Είχε χωριστεί σε δυο ηγεμονίες. Η μια λεγόταν Βλαχία και η άλλη Μολδαβία και Μπογδανία και οι ηγεμόνες της γκονσπονδάροι.
Για το όνομα βλάχος, ο Κεραμόπουλος (βλ. «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι» και τού ίδιου: «Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», Αθήνα, 1945), υποστηρίζει, πως είναι παραφθορά τού Βαλάχου-Φελλάχου. Η ετυμολογία αυτή δεν έγινε δεκτή όχι μόνο από τούς ξένους ιστορικούς, αλλά και από τούς ρωμιούς εθνικόφρονες, Ζακυθηνό, Άμαντο κ.ά.. (βλ. Άμαντου: «Ιστορία τού βυζαντινού κράτους», τόμ. Β΄, σελ. 390 - 391). Ο Β. Φάβης πάλι, υποστήριξε, πως το βλάχος είναι «κατά μεταθεσιν», το σλάβος (βλ. «Επετ. Φιλοσ. Σχολής», Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τόμ. 5 (1941), σελ. 29). Ούτε αυτό φαίνεται,πως ευσταθεί. Από τα τελευταία χρόνια τού Βυζαντίου η σημερινή Ρουμανία κατοικείτο από τούς βλάχους και μολδαβούς. Πρόκειται για την ίδια εθνότητα, που σχηματίστηκε στα χρόνια τής ρωμαιοκρατίας και βυζαντινοκρατίας από τις επιγαμίες και αναμίξεις των αρχαίων δάκων, γετών κ.λπ., με τούς ρωμαίους, γότθους, σλάβους κ.λπ.. Το όνομα βλάχος (Volock), μάλλον δόθηκε από τούς σλάβους.
Η Μολδαβία (Μόλντοβα, στα ρουμανικά), ονομάστηκε από τον ποταμό Μολντάβα. Περιλάβαινε την περιοχή, που βρίσκεται ανάμεσα στη Βεσσαραβία, Βουκοβίνα, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Ντομπρουτζά. Κατεχόταν για πολύ καιρό από τούς τατάρους. Οι βλάχοι ήταν ανίσχυροι να τούς διώξουν. Αργότερα, με τη βοήθεια των ούγγρων, επαναστάτησαν (1343) και τούς έδιωξαν. Τότε, οι κάτοικοι τής Μολδαβίας αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ηγεμόνα τους το βασιλιά τής Ουγγαρίας, Ντράγκο. Ύστερα όμως από έξη χρόνια, οι βλάχοι, με επικεφαλής το βοεβόντα τους Μπογδάν, έδιωξαν τούς ούγγρους. Ο Μπογδάν στερέωσε τη θέση του και ονόμασε τη χώρα του Μπογδανία. Όμως, ο διάδοχός του Λάτσκο, όταν θέλησε να επιβάλει τον καθολικισμό, γιατί ήταν όργανο τού Πάπα, ανατράπηκε από τούς ορθόδοξους και ιδρύθηκε τότε η πρώτη ορθόδοξη επισκοπή εξαρτημένη από το Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης. Τον Λάτσκο διαδέχτηκε στην ηγεμονία ο Κότσεκ Μούσα και αυτόν ο γιος του Πέτρος Α΄ (1375 - 1391), που, υστέρα από το γάμο του με την αδελφή τού βασιλιά τής Πολωνίας Βλαδισλάβου Ζαγγελού, αναγνώρισε την πολωνική κυριαρχία σε τμήμα τής Μπογδανίας. Αλλά ο ηγεμόνας τής Βλαχίας Μίρτσεα, κατόρθωσε το 1400 να ανεβάσει στο θρόνο τής Μπογδανίας τον εγγονό τού Μούσα, Αλέξανδρο Α΄ τον Καλόν. Απ΄ εδώ και πέρα εξουδετερώθηκε η επιρροή τής Πολωνίας και Ουγγαρίας.
Οι βλάχοι μαζί με τούς ούγγρους και άλλους λαούς, πολέμησαν ενάντια στούς τούρκους κι έδωσαν μεγάλες μάχες. Ακόμα καί υστέρα από την άλωση τής Κωνσταντινούποολης, οι βλάχοι πατριώτες αγωνίστηκαν πολύ καιρό για την ανεξαρτησία τους.
Από τη Βλαχία, στα μεσαιωνικά χρόνια, ομάδες ομάδες, άλλοτε μεν ως κτηνοτρόφοι καi άλλοτε ως στρατιώτες (μισθοφόροι), κατέβηκαν προς τα κάτω καί συμμάχησαν με τούς βούλγαρους.
Οι βλάχοι πρωτοεγκαταστάθηκαν στο τρίγωνο Νύσσας - Σόφιας - Σκόπια κι απ΄ εκεί απλώθηκαν πιο κάτω (βλ. Weigand: «Ethnographie von Makedonien», 11, 62). Έφτασαν στην Ήπειρο και Θεσσαλία, όπου και εγκαταστάθηκαν. Άλλοι απ΄ αυτούς, αργότερα πέρασαν και στην Εύβοια και άλλοι κατέβηκαν στη Στερεά και Πελοπόννησο.
Πολλούς βλάχους είχε η περιοχή τού Ολύμπου και η Χαλκιδική. Στο Άγιο Όρος οι καλόγεροι είχαν βλάχους δουλοπάροικους, που καλλιεργούσαν τα αμπελοχώραφά τους. Οι βλάχοι είχαν μαζί τους και τις γυναίκες τους και τα κορίτσια τους κι έτσι οι καλόγεροι καλοπερνούσαν. Γίνονταν σεξουαλικά όργια, που έγιναν γνωστά και στην πρωτεύουσα. Γι΄ αυτό ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός απαγόρευσε να μένουν λαϊκοί στο Άγιο Όρος και προ πάντων γυναίκες, όπως μας λέει ο Ιωάννης Τραχανιώτης (Σμυρνάκη, 59-60). Το διώξιμο των βλάχων από το Άγιο Όρος έφερε μεγάλη αναστάτωση στούς καλόγερους, οι οποίοι εστασίασαν. Τελικά ησύχασαν, αφού, μετά το διώξιμο των βλάχων, άρχισαν να φέρνουν καλογεροπαίδια, που στρατολογούσαν από τις επαρχίες, που γύριζαν κι έταζαν στούς γονείς τους λαγούς και πετραχήλια, που λέει ο λόγος.
Ο Κεκαυμένος (11ος αιώνας), στο «Στρατηγικό» του, λέει πολλά για τούς βλάχους και μάς δίνει πολλά στοιχεία για τα ήθη και έθιμά τους. Περιγράφει μάλιστα και την Επανάσταση των βλάχων στη Θεσσαλία. Χαρακτηρίζει τούς Βλάχους ως γένος: «άπιστόν τε παντελώς και διεστραμμένον, μήτε εις θεόν πίστιν ορθήν, μήτε εις βασιλέα, μήτε εις συγγενή ή φίλον, αλλ΄ αγωνιζόμενον πάντα κατά πραγματεύεσθαι».
Και η Άννα Κομνηνή κάνει πολύ λόγο για τούς βλάχους τής Θεσσαλίας. Μνημονεύει ακόμα τον έκριτον (=προύχοντα, φύλαρχο των βλάχων) Πουδίλο, πού έτρεξε τη νύχτα και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, πως οι κουμάνοι πέρασαν το Δούναβη (1, 10, 9). Ο Κεδρηνός, αναφέρει βλάχους οδίτας, που το 976 σκότωσαν τον τζάρο Δαβίδ (2, 435). Ο Κίνναμος επίσης γράφει, πως, όταν ο Λέοντας Βατάτζης εκστράτευσε στη βόρεια Βαλκανική -την «ουνικήν»- είχε πολύ στρατό από βλάχους: «βλάχον πολύν όμιλον» (260).
Στη Βαλκανική λοιπόν, υπήρχαν σε πολλές περιοχές, πολλοί βλάχοι. Ο Έφραίμ, που έζησε στις αρχές τού 14ου αιώνα, λέει, πως ο Αίμος (Βαλκανική) ήταν «βλάχων παροικία» (στίχ. 6072). Ο Χαλκοκονδύλης πάλι κάνει λόγο πολλές φορές για τούς βλάχους τής Πίνδου, που «εξελληνίζει» το όνομά τους και τούς ονομάζει βράχους καί βλάκους.
Στο πέρασμα των αιώνων οι βλάχοι, όπως και οι βούλγαροι και σέρβοι, βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βυζάντιο. Ο Νικήτας Ακομινάτος και ο Μιχ. Ατταλειάτης δίνουν πολλές πληροφορίες για μια εξέγερση των βλάχων ενάντια στο Βυζάντιο, επειδή τούς επιβλήθηκε βαριά φορολογία. Ξέρουμε ακόμα από τον Παχυμέρη, πως ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος τούς βλάχους, που κατοικούσαν στην περιοχή ανάμεσα στην Πόλη και Βιζύη, τούς εκτόπισε και τούς μετάφερε στη Μικρά Ασία.
Αν και πέρασαν αιώνες, οι βλάχοι, που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, Θράκη, Ηπειρο, Θεσσαλία καί Πελοπόννησο, ως τα σήμερα μιλούν τη γλώσσα τους και ως τις αρχές τού περασμένου αιώνα ζούσαν σε ξεχωριστές κοινότητες (στρούγγες). Επικρατούσε δηλαδή σ΄ αυτούς το πατριαρχικό σύστημα (τσελιγκάτο):
«Κατά την εποχήν εκείνην (11ος αιώνας) -γράφει ο Ν. Γεωργιάδης- ήρξατο επιφαινόμενη εν τη Θεσσαλία και ετέρα βάρβαρος φυλή, η των βλάχων, οίτινες κατερχόμενοι εκ τού Αίμου (βόρειας Βαλκανικής), επί των συνεχών ορέων, προέβησαν μέχρι τού Όλύμπου και τής Πίνδου ένθα και αθρόοι εγκατεστάθησαν, εξ ου και η ορεινή εκείνη χώρα εκαλείτο παρά των βυζαντινών Μεγαλοβλαχία.» [Όχι όμως μόνο στην Πίνδο και στον Όλυμπο, αλλά και στα Χάσια, Κίσσαβο, Πήλιο. Εξόν από την Ήπειρο και η περιοχή των Τρικκάλων (Ασπροπόταμος κ.λπ.) και τής ανατολικής Θεσσαλίας, είχαν και έχουν πολλούς βλάχους. Στα Τρίκκαλα πολλοί βλάχοι ως τα σήμερα, όχι μόνο ως κτηνοτρόφοι, αλλά και ως αγρότες, βιοτέχνες, έμποροι και επιστήμονες, έχουν τα πρωτεία. Στην ανατολική Θεσσαλία, κυρίως στο Βελεστίνο, οι βλάχοι αποτελούν την πλειοφηφία τού πληθυσμού. Όπως ξέρουμε, υπάρχουν πολλά βλάχικα τοπωνύμια στη Θεσσαλία και Ήπειρο: Συράκο (Σαράκο) = πετρώδης τόπος, σαρακίνα - σαρακινός, Μουντζέλες (σήμερα Μιντζέλα, στο Πήλιο) = βουναλάκια και Βλαχομαχαλάς, απ΄ έξω από το Βόλο και άλλα, έχουν όμως, συνείδηση ελληνική.]
Και συνεχίζει: «Και πρώτον μεν αναφέρεται το όνομα των βλάχων εν Θεσσαλία υπό της Άννης Κομνηνής, μνημονευούσης χωρίου τινός βλάχικου Εζεβάν καλουμένου, κατόπιν δε ο εξ Ισπανίας καταγόμενος Ιουδαίος Βενιαμίν Τουδέλας (πέθανε 1173), περιηγούμενος την Ανατολήν τον 12ον αίώνα, λέγει, ότι βορειότερον τής Λαμίας επί των θεσσαλικών ορέων κατοικούσαν οι βλάχοι, φυλή αγρία και ληστρική, εθνική το θρήσκευμα και ομιλούσα γλώσσαν παρεμφερή τη ισπανική. Φαίνεται δε, ότι κατά την πρώτην αυτής εν Θεσσαλία αποκατάστασιν, η φυλή των βλάχων ήτο ικανώς πολυάριθμος, διότι και μέχρι σήμερον (1880-1890), πολλά χωρία βλαχικά διασώζονται επί τού Πίνδου και τινα επί τού Ολύμπου... Κατοικούντες δε οι βλάχοι επί των ορέων και δεσπόζοντες ως εκ τούτου των εκ τής Θεσσαλίας εις Μακεδονίαν και Ήπειρον διόδων, εξήσκησαν, φαίνεται, κατά, την πρώτην αυτών εγκατάστασιν, κυριαρχίαν τινά και πίεσιν επί των κατοίκων τής πεδινής Θεσσαλίας, ήτις όμως θα ήτο βραχεία, διότι νομάδες αυτοί όντες και ηναγκασμένοι τον χειμώνα να κατέρχωνται εκ των ορέων εις τας χειμερινάς νομάς τής θεσσαλικής πεδιάδος, ώφειλον να διάγωσιν εν ειρήνη και ομονοία προς τούς κατοικούντας αυτήν, διό και εν τω Καντακουζηνώ αναγινώσκομεν, ότι, ότε ο Ανδρόνικος διέτριβεν εν Θεσσαλία, οι επί των ορέων κατοικούντες βλάχοι προσήλθον εις προσκύνησιν τού αυτοκράτορος, καθότι πλησιάζοντος τού χειμώνος, ήσαν ηναγκασμένοι να κατέλθωσιν εις την πεδιάδα και εφοβούντο την προσβολήν των αυτοκρατορικών στρατευμάτων» («Θεσσαλία», 2η έκδ., 1894, σ. 74)
«Η κατάβασις εις τα ελληνικάς χώρας νομάδων βλάχων -γράφει ο καθηγητής Σπυρ. Λάμπρος- είχε γεννήσει ικανώς πυκνήν επικοινωνίαν μεταξύ των δύο εθνών και σχέσεις ομαλάς και στενής φιλίας». Και προσθέτει ακόμα: «Η Θεσσαλία υπό πλήθους πολλού βλάχων κατακλυθείσα ωνομάσθη Μεγαλοβλαχία». («Λόγοι και άρθρα», σελ. 291, Αθήνα, 1902).
Στούς δυο τελευταίους αιώνες τού Βυζαντίου, όχι μόνο βυζαντινοί έμποροι ταξιδεύανε στη Βλαχία, αλλά κι άλλοι πήγαν εκεί κι εγκαταστάθηκαν, γιατί έβρισκαν προστασία από τις τοπικές αρχές: «Έμαθον γαρ παρά των από βίου αφικνουμένων ότιπερ εβούλοντο προς άρκτον απελθείν και τω ευεργετικωτάτω βοεβόοα δουλεύειν προς το και τούτους πλουτήσαι, ώσπερ πεπλούτηκεν εξαπίνης ο αοιδός Πώλος αργυρός (=Αργυρόπουλος)». («Επιδημία Μάζαρι εν Άδου», σ. 214, έκδ. Έλισεν).
Οι βυζαντινοί προμηθεύονταν τυριά από τη Βλαχία. Τού Πτωχοπρόδρομου τού πέφτουν τα σάλια, όταν κάνει λόγο για το «βλάχικον τυρίτσιν». Ο ίδιος όμως, κάνει λόγο για τις βλάχικες κάπες:
«Κάπα μου, όταν σ΄ έθηκεν η Βλάχα να σε (υ)φάνει
πολλά δάκρυα σε γέμισε και στεναγμούς μεγάλους».
Από τίς ανασκαφές που έγιναν στη Ρουμανία, βρέθηκαν πολλά αντικείμενα, πού συμπληρώνουν τα κενά των γραφτών πηγών:
«Στή δυτική όχθη τού Δούναβη βρέθηκαν πλήθος ορειχάλκινα, ασημένια και 200 χρυσά νομίσματα. Τα περισσότερα νομίσματα είναι τής εποχής τού Βασιλείου Β΄ και Κωνσταντίνου Η΄ (976-1028), τής Θεοδώρας (1055-1056), τού Κωνσταντίνου Γ΄ Δούκα (1050-1067), τού Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), πράγμα, που μαρτυρεί την ύπαρξη συνεχών, εμπορικών ανταλλαγών ανάμεσα στο Βυζάντιο και τούς βλαχομολδαβούς. Στίς ανασκαφές πού έγιναν στη Δοβρουτσά, βρέθηκαν τεμάχια σμαλτωμένων βυζαντινών αγγείων, αμφορείς βυζαντινοί, βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και άλλα κοσμήματα από χρωματιστό γυαλί των 10ου - 12ου αιώνων. Τα 1950 βρέθηκε ένας σταυρός βυζαντινής προέλευσης, μια μολυβένια σφραγίδα τού κυβερνήτη τού βυζαντινού θέματος Παρίστριον ή Παραδουνάβιον κ.ά.. Όλα αυτά κι ιδιαίτερα τα αγγεία και τα νομίσματα, φανερώνουν, ότι υπήρχε σοβαρή εμπορική κίνηση ανάμεσα στα μεγάλα παραγωγικά κέντρα τού Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη κ.ά. και τούς βλαχομολδαβούς. Έτσι, τα ευρήματα των ανασκαφών ήρθαν να ενισχύσουν τις γραφτές πηγές» (Ζωΐδη: «Οι έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», σ. 135}.
Eνας εβραίος ραββίνος περιηγητής, ο Βενιαμίν εκ Τουδέλας, ο οποίος το 1159 ξεκίνησε περιοδεία στην Ευρώπη, Αφρική και Ασία, η οποία κράτησε 13 χρόνια, λέει για τούς βλάχους:
«...Σε απόσταση μιάς μέρας βρίσκεται το Simon Potamo ή Ζητούνι, όπου ζουν 50 Εβραίοι. Εδώ βρίσκονται τα σύνορα τής Βλαχίας, που οι κάτοικοί της ονομάζονται βλάχοι. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά στούς ελληνικούς κάμπους για ληστεία και αρπαγές. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους, ούτε μπορεί να τούς υποτάξει, γιατί τα καταφύγιά τους είναι απρόσιτα κι αυτοί μονάχα γνωρίζουν τους δρόμους. Δεν είναι ούτε χριστιανοί ούτε εβραίοι. Τα ονόματά τους είναι εβραϊκά. Μερικοί μάλιστα αποκαλούν τούς εβραίους αδελφούς. Όταν συναντήσουν ισραηλίτη, τον ληστεύουν, αλλά δεν τον σκοτώνουν, όπως κάνουν με τούς έλληνες». (Voyages faits principalement en Asie dans les XII, XIII, XIV et XV siecles, par Benjamin de Tudele, έκδ. Bergeron, 1735).
Η εικασία τού ραββίνου είναι μάλλον αφελής, καθ΄ ότι θεωρεί τούς ληστές εβραϊκής καταγωγής, επειδή δεν σκοτώνουν τούς ομοφύλους του, όπως κάνουν με τούς έλληνες. Πάντως διαφοροποιεί σαφώς τούς βλάχους από τούς έλληνες.
Η περιοχή βόρεια τού Σπερχειού ονομαζόταν κατά τους μέσους χρόνους, Βλαχία. Άλλωστε, ως την επανάσταση τού 1821, τα χωριά τής περιοχής τού Σπερχειού ήταν γνωστά ως βλαχοχώρια: Τον Οκτώβριο 1829 «η συσταθείσα δημογεροντία εκατέβη εις το χωρίον Φτέρη και η δικαιοδοσία της εκτείνετο εις όλα τα Βλαχοχώρια, Πολιτοχώρια και κάμπον» (Γ. Βλαχογιάννη, Το Ελληνικόν Έτος, Ημερολόγιον Συντακτών Ενώσεως Αθηναϊκών Εφημερίδων 1930, 6, 9, 38.
Πρβ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα» τόμ. Β΄. σελ. 250: «Το εσπέρας μετέβημεν εις τα βλαχοχώρια τής επαρχίας Πατρατζικίου».
Επίσης: Φιλήμονος: «Δοκίμιον Ιστορικόν», τόμ. Γ΄, σελ. 362: «Ο Ομέρ Βρυώνης εκίνησε υπέρ τούς τρισχιλίους κατά των βλαχοχωρίων προς το μέρος τής Γκιώνας».
Η ληστρική δράση των βλάχων κατά τούς χρόνους τού Μανουήλ Κομνηνού στη Βόρειο Ελλάδα και στη Θεσσαλία έχει εξακριβωθεί από τη νεότερη ιστορική έρευνα (Wase Thomson, The normads of the Balcan, 1915). Επίσης: Θωμά Π.: Μονογραφία περί Βλάχων (Πανδώρα, 1869 και 1870).
Γράφει ο Pouqueville για τις επιδρομές των βλάχων: «Kαταστρέφουν τις καλύτερες χώρες τής Θράκης και τής Μακεδονίας. Σύμμαχοι με τούς ρωμαίους και τούς σκύθες κατεβαίνουν σαν χείμαρρος από τις οροσειρές τού Αίμου και τής Ροδόπης. Προσαρμόζονται εύκολα στις εσωτερικές αναταραχές και παίρνουν μέρος στις επαναστάσεις και διαμελίζουν τον τόπο, για να μοιρασθούν τα ράκη που απομένουν" (Histoire de la regeneration de la Grece).
Υπήρξαν ενστάσεις σχετικές με την αξιοπιστία ή όχι των υποστηριζομένων από το ραββίνο σχετικά με την πραγματική θέση τής Βλαχίας. Ο Carmoly όμως, παρατηρεί, ότι κατά τούς μεσαιωνικούς χρόνους υπήρχαν πολλές Βλαχίες: στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία, αλλά και στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία. Το σύνολον αυτών των χωρών ήταν γνωστό με τη γενική ονομασία: Μεγάλη Βλαχία. Ο Παπαρρηγόπουλος παρατηρεί, ότι οι νότιες περιοχές τής Θεσσαλίας ήταν κατά τον ιγ΄ αιώνα γνωστές ως Μεγαλοβλαχία (τόμ. Ε΄, σελ. 94).
Είναι αλήθεια, πως στα χρόνια τού Βασιλείου Β΄ και πιο πριν, η Βλαχία ανήκε στο Βυζάντιο. Και για πολλά χρόνια πιο ύστερα, η βυζαντινή κατοχή συνεχίστηκε. Σ΄ όλη αυτή την περίοδο οι εμπορικές ανταλλαγές είχαν μεγάλη ανάπτυξη. Γενικά, όπως προκύπτει από τη μελέτη των γραφτών πηγών, και από τα ευρήματα των ανασκαφών, οι βυζαντινοί εξάγανε στη Μολδοβλαχία: μεταξωτά, πολύτιμα υφάσματα, κοσμήματα και μοσχάτα κρασιά και εισάγανε απ΄ εκεί σφάγια, ξυλεία, σιτηρά, κερί, μέλι, βούτυρο, τυρί κ.ά.. Οι εμπορικές σχέσεις και οι ανταλλαγές δεν σταμάτησαν ούτε μετά την κατάργηση τού βυζαντινού θέματος Παρίστριον. Τα νομίσματα, που βρέθηκαν όχι μόνο στην παραδουνάβια περιοχή, αλλά και στο εσωτερικό τής χώρας, μαρτυρούν, ότι το βυζαντινοβλαχικό εμπόριο συνεχίστηκε.
Πολλοί ρουμάνοι ταξίδευαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη και συνδέονταν με φιλικούς δεσμούς με τούς βυζαντινούς. Ένας από τούς γιούς τού (ηγεμόνα) Μίρτσεα Τσέλ Μπατρίν, έζησε στη βυζαντινή Αυλή τού Ιωάννη τού Η΄ (1425 -1448), μαζί με άλλους νεαρούς βλάχους «ικανούς στην τέχνη των αρμάτων» (Δούκας, 201). «Ο εγγονός τού Μίρτσεα Ντάν, πάλαιψε ηρωικά στις γραμμές τού βυζαντινού στρατού ενάντια στούς τούρκους και γι΄ αυτό ο αυτοκράτορας τού χάρισε ένα μεγάλο καράβι» (Δούκας, 201-202).
Η επαφή, η γνωριμία και οι εμπορικές ανταλλαγές ακολουθήθηκαν από την αμοιβαία πολιτιστική επίδραση. «Η τέχνη και ο αρχαίος ρουμανικός πολιτισμός αναπτύχτηκαν στην αρχή κάτω από τη βυζαντινή επίδραση», γράφει ο Κονσταντινέσκου - Γιάσι στο έργο του. («Οι ρουμανορωσσικοί πολιτιστικοί δεσμοί στο παρελθόν», σ. 90, στα ρουμανικά). Κι αναφέρει σαν χαρακτηριστικά παραδείγματα βυζαντινής επίδρασης, την εκκλησία στην πόλη Κούρτσεα ντε Άρτζες, τη Μητρόπολη και τον Άη Δημήτρη τής Τερκόβιστας κ.ά. «Κάτω από τη βυζαντινή επίδραση αναπτύχτηκαν επίσης η ζωγραφική, η ξυλογλυπτική, η τέχνη των μωσαϊκών, που τηρεί τούς κανόνες τής βυζαντινής "ερμηνείας", ιδιαίτερα στα παλιότερά της δημιουργήματα, η μικρογραφία κ.λπ....» (Ζωΐδη, «Οι έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», 135-136).
Στα χρόνια, που εγκαταστάθηκαν οι τούρκοι στη Βαλκανική και το Βυζάντιο περνούσε μέρες αγωνίας, οι βλάχοι με τούς ούγγρους, πολωνούς, αρβανίτες και άλλους λαούς, πολέμησαν τούς τούρκους καί έδωσαν μεγάλες μάχες.
Οι βλάχοι και στα ύστερα από την πτώση τής Κωνσταντινούπολης χρόνια, συνέχισαν τον αγώνα τους. Γύρω μάλιστα στα 1500 -1600 οι σκλαβωμένοι έλληνες έλπιζαν, πως θα ελευθερωθούν από τούς βλάχους.
Οι καραγκούνηδες, επιμιξία αλβανών και ρουμάνων, είναι γνωστοί και ως αρβανιτόβλαχοι. Πρόκειται για αλβανούς, οι οποίοι είχαν πάει στη Δακία, αναμίχθηκαν με τούς τοπικούς πληθυσμούς, παλινόστησαν και κατά διαστήματα διάφοροι ηγεμόνες τούς προωθούσαν προς τον ελλαδικό χώρο, για κάλυψη των πληθυσμιακών κενών και την καλλιέργεια των χωραφιών.
To όνομα προέρχεται από το τούρκικο καρά (μαύρο) και το αλβανικό γκούνα (επενδύτης ή κάπα), γιατί φορούσαν μαύρη χλαίνη από πρόβατο. Το επίθετο Καραγκούνης επιβιώνει στην Ελλάδα ως τις μέρες μας.
Από την Τουρκοκρατία και δώθε, οι κάτω από τη Ρουμανία βλάχοι, πήραν διάφορα ονόματα: Λέγονταν και λέγονται βλάχοι, κουτσόβλαχοι, σαρακατσάνοι κ.λπ.. (Βλ. Δ.Ι. Γεωργακά: «Περί των Σαρακατσάνων κ.λπ.» στο «Αρχείον τού Θρακικού λεογραφικού και γλωσσικού θησαυρού», τ. ΙΔ΄, σελ. 214 και πέρα, 1947-1948). Πρόκειται για την ίδια εθνότητα, πού, όπως είπαμε, ξεκίνησε από τη σημερινή Ρουμανία και διαδοχικά ξεχύθηκε προς τα κάτω, όπου χωρίστηκε σε διάφορες ομάδες και στο πέρασμα των αιώνων ανακατεύτηκε με τούς ντόπιους πληθυσμούς καί πήρε διάφορα ονόματα.
Ο Π. Αραβαντινός στο έργο του «Μονογραφία περί κουτσόβλαχων», καταγράφει αναλυτικά τον πληθυσμό των βλάχων σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία στα τέλη τού 19ου αιώνα και υπολογίζει το συνολικό αριθμό τους σε 28.400 οικογένειες ή 140.000 περίπου άτομα. («Και δεν ισχυριζόμεθα μεν βεβαίως, ότι ο αριθμός ούτος είναι απολύτως ακριβής, πάντως όμως φρονούμεν, ότι δεν αφίσταται πολύ τής αληθείας», σελ. 52).
«Οι εν Ελλάδι βλάχοι ως εκ τής φυλετικής καταγωγής των εκαλούντο Ρουμούνοι». («Πανδώρα», τόμ. Κ΄, φυλ. 459, 1869).
Σαφή διάκριση ελλήνων - βλάχων κάνει ο τούρκος περιηγητής τού ιζ΄ αιώνα, Ελβιά Τσελεπή: Οι έλληνες είναι «καφίρ» (άπιστοι), οι βούλγαροι «φετζιρέ» (άσωτοι) και οι βλάχοι «νασαρά» (ναζωραίοι, δηλαδή χριστιανοί)». (Narrative of travels in Europe, Asia and Africa in the 17th century by Evliya Effendi, τόμ. Η΄, Λονδίνο, 1846-1850).
Οι βλάχοι, γράφει ο γάλλος πρόξενος και περιηγητής Pouqueville (1770-1838), διατηρούν τα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, είναι εύρωστοι και ευσταλείς. Σε άλλο σημείο (τ. Β΄, σελ. 191) σημειώνει, ότι οι ασπροποταμίτες βλάχοι, υποστήριζαν, πως είναι ρωμαϊκής καταγωγής κι ότι λέγονται bruzzi βλάχοι. (Pasteurs Vrutuens). Toν βεβαίωσαν μάλιστα, ότι πενήντα χρόνια πριν, οι τσοπάνηδες φορούσαν το καπέλλο και την ενδυμασία των βοσκών τού Λατίου. Η ονομασία Bruzzi, Μπρούτσοι ή Αβρούζοι πηγάζει από την ιταλική πόλη Αμπρούντσιο, απ΄ όπου, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πέρασαν οι κάτοικοι στην αντικρινή χερσόνησο, όταν κατακτήθηκε η πόλη από τούς ρωμαίους. Συνεχίζεται μάλιστα η ονομασία Μπρούτσος με τη λέξη «πριτσά», που σημαίνει την οσμή τής φορεσιάς των τσοπάνων από τη μόνιμη ενδιαίτισή τους πλάι στα γιδοπρόβατα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν, ότι η λέξη «Μπρουτσόβλαχος» προέρχεται από την «μπρούτσα», τη βαρειά βλάχικη κάπα (Π. Αραβαντινού: «Μονογραφία περί των Κουτσόβλάχων», σελ. 34, Αθήνα, 1905). Μπρουτζάδες ονομάζονταν στην Ήπειρο οι καποτάδες, που κατασκεύαζαν τις μπρούτζες, μαύρες κάπες με φλόκια ή χωρίς φλόκια (Αγγελικής Χατζημιχάλη: «Ραπτάδες, Χρυσορράπτες και καποτάδες», σελ. 447, σημ. 9, Θεσσαλονίκη, 1960).
Ο Pouqueville παραθέτει πίνακα τού βλάχικου πληθυσμού των ελληνικών χωρών. Τούς χωρίζει σε Μεγαλοβλαχίτες (Μαλακασίτες ή Καλαριώτες, Ασπροποταμίτες, Μετσοβίτες, Ζαγορίσιοι) σύνολο 44.975, σε Ρωμαίους (Πατρατζίκι, Καρπενήσι και Ζητούνι), 10.995, Μασσαρίτες ή Ντασσαρίτες (Περιβόλι, Αβδέλλα, Σαμαρίνα, Βοσκόπολη), 18.500. Σύνολο: 74.470.
Πώς διαφοροποιεί ο γάλλος αρχαιολόγος, Leon Heuzey, (μέλος τής Γαλλικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος τον 19ο αιώνα μελέτησε επί μακρόν την ιστορική γεωγραφία τής Αρκαδίας, τής Θεσσαλίας και τής Μακεδονίας, στο έργο του «Excursion dans la Thessalie turque en 1858» τούς βλάχους από τούς έλληνες:
- «Όταν θαυμάζαμε με τούς συναδέλφους μου στην Αθήνα τον εντυπωσιακό υπασπιστή τού βασιλιά Όθωνα, την υπέροχη στολή τού παλικαριού, τούς φαρδείς του ώμους, το κυρτό στήθος του και τη δυνατή κορμοστασιά του, που θύμιζε Ηρακλή Φαρνέζε, δεν υποπτευόμασταν καθόλου, ότι δεν ήταν έλληνας, αλλά ακριβώς ένας ρωμαλέος ορεσίβιος βλάχος από τις ποιμενικές φυλές τής Πίνδου». (Από την ελληνική έκδοση με τίτλο: «Leon Heuzey: Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία», έκδ. «Αδελφών Κυριακίδη - Φ.Ι.Λ.Ο.Σ Τρικάλων», 1991, σελ. 180).
- «Οι ελληνικοί πληθυσμοί τής περιοχής ωστόσο, δεν θεωρούν τούς γείτονές τους, βλάχους, ίσους τους. Διηγούνται, ότι ο Θεός, αφού δημιούργησε τον άνθρωπο, έπλασε τον βλάχο από τη λάσπη, που έμεινε στα δάκτυλά του» (σελ. 180).
- «Φέρνω τη συζήτηση στούς ρουμανικούς πληθυσμούς τής Πίνδου. Αναγκασμένοι από τα χιόνια να εγκαθίστανται κάθε χειμώνα στην πεδιάδα και να νοικιάζουν τεράστιες εκτάσεις για τα κοπάδια τους, οι κάτοικοι είναι γνωστοί εκεί με το όνομα Κουτσόβλαχοι ή Μπρουτσόβλαχοι. Η συνήθεια αυτών των ετήσιων μετακινήσεων τούς βοήθησε να απαλλαγούν από τον πατροπαράδοτο νόμο, που τούς απαγόρευε να παντρεύουν τις κόρες τους με έλληνες. Η ρουμάνικη διάλεκτός τους διαφέρει λίγο απ΄ αυτήν που μιλούν οι αρβανιρόβλαχοι και την οποία είχα μελετήσει ο ίδιος τον προηγούμενο χρόνο στην Ακαρνανία» (σελ. 183).
- «Αυτοί οι ρουμάνοι τής Θεσσαλίας, οι πλούσιοι, καθώς και οι φτωχοί, αγαπούν με πάθος τη ζωή στα βουνά» (σελ. 204).
- «Το Μαλακάσι είναι ο τελευταίος μου σταθμός στη Θεσσαλία. Είναι ένα σημαντικό βλαχοχώρι, που το όνομά του συνδέεται από παλιά με τη θεσσαλική Βλαχία, τής οποίας η ιστορία με απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια τού ταξιδιού μου, χάρη στα ανέκδοτα έγγραφα, που βρήκα στον δρόμο μου. Το ίδιο το όνομα υποδηλώνει, πράγματι, στούς βυζαντινούς, μια από τις κύριες φυλές, που ονομάζονται "ανεξάρτητοι αλβανοί", φυλές νομάδων και βοσκών, που ο χειμώνας ανάγκαζε κάθε χρόνο, να εγκαταλείπουν με τα κοπάδια τους τα υψώματα τής Πίνδου, ακριβώς όπως συμβαίνει πάντα και με τούς απογόνους τους. Γιατί δεν πρέπει να τούς δούμε σαν πραγματικούς αλβανούς, αλλά σαν αρβανιτόβλαχους, όπως αποκαλούνται ακόμα στη Βόρεια Ελλάδα, δηλαδή ρουμανικοί πληθυσμοί, που μετανάστευσαν παλιά από την Αλβανία και μιλούν ευχερώς την αλβανική ταυτόχρονα με τη μητρική τους γλώσσα» (σελ. 282-283).
Η ίδρυση βλάχικου κόμματος ανακοινώθηκε στην Αλβανία. Ονομάζεται «Συμμαχία για την ισότητα και την ευρωπαϊκή δικαιοσύνη», αποτελεί το πιο νέο κόμμα στη γείτονα κι έχει ως στόχο την προάσπιση των δικαιωμάτων των βλάχων στη χώρα. Ένα από τα πιο σημαντικά και άλυτα ζητήματα, σύμφωνα με τον πρόεδρό του, είναι εκείνο τής βλάχικης παιδείας. «Στην Αλβανία έχει μόνο ένα βλάχικο σχολείο, το οποίο δεν χρηματοδοτείται από το κράτος», δήλωσε ο εθνικά βλάχος πρόεδρος.
Οι βλάχοι τής Αλβανίας αποτελούν κομμάτι τής οικογένειας των βλάχων των Βαλκανίων. Πολλοί έχουν αφομοιωθεί από τους αλβανούς, αρκετοί όμως, διατηρούν ακόμα το εθνικό τους συναίσθημα. Εκτός από τη γλώσσα τους μιλούν και αλβανικά, ενώ είναι χριστιανοί ορθόδοξοι. Εδώ οφείλεται και η μεγάλη διαφορά στους αριθμούς, που παρουσιάζουν Αλβανία και Ελλάδα όσον αφορά στον πληθυσμό τής λεγόμενης ελληνικής μειονότητας τής Αλβανίας, στην οποία οι στατιστικές από την πλευρά τού κράτους μας εντάσουν και τους βλάχους τής Αλβανίας με κριτήριο τη θρησκεία!
Οι εθνοποιητικοί μηχανισμοί τής Ρωμιοσύνης έχουν δουλέψει σκληρά κι έχουν καταφέρει να επιβάλουν, αρκετές φορές δια τής βίας, σε πολλούς βλάχους -και όχι μόνον- τής Ελλάδας την ελληνική εθνική συνείδηση, την ψευδαίσθηση δηλαδή, περί τής δήθεν ευγενούς καταγωγής τους από τους αρχαίους έλληνες.
«Δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ότι οι βλάχοι είμαστε έλληνες, ενώ μιλάμε λατινικά. Την ελληνική γλώσσα μάς την επέβαλε δια τής βίας ο νεοελληνικός εθνικισμός. Στο χωριό μου, όταν ήμουν μικρός, είχε στείλει ένα δάσκαλο ο Μεταξάς, που μάς κτυπούσε, όποτε μάς ξέφευγε και μιλούσαμε στη μητρική μας γλώσσα, τα βλάχικα», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του πέρυσι ο κ. Γιώργος Μαυρομμάτης (83 ετών σήμερα), ο οποίος κατάγεται από την Τζούρτζια, ένα βλαχοχώρι τής ορεινής Πίνδου.
Ο κ. Μαυρομμάτης, που μάς ανέλυσε την πραγματική καταγωγή των βλάχων των Βαλκανίων, φαίνεται να επιβεβαιώνεται φέτος με την κίνηση αυτή των ομοεθνών του στην Αλβανία, που διεκδικούν το δικαίωμα τής βλάχικης -κι όχι αλβανικής ή ελληνικής- καταγωγής τους.
Παρά τις πλείστες εθνικιστικές αντιδράσεις και απειλές, ο κ. Μαυρομμάτης μετά τη δημοσίευση τής συνέντευξής του αυτής, ένα σχετικά πρόσφατο ταξιδιωτικό ντοκυμαντέρ τής ΕΤ3, το Pedal, μάς επιβεβαίωσε πλήρως (χωρίς βέβαια, απ' ότι φαίνεται, να είχε αυτή την πρόθεση).
Δείτε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη εκπομπή τού Λευθέρη Πλακίδα, στα οποία βλάχοι από το ονομαστό βλαχοχώρι Κρανιά Γρεβενών, διευκρινίζουν μεταξύ άλλων, ότι:
-Το όνομα τού χωριού τους παληότερα ήταν Τuria.
-Όταν, μικρά παιδιά πήγαιναν σχολείο, δέν ήξεραν καθόλου τα ελληνικά κι έτρωγαν ξύλο από το δάσκαλο να μήν μιλούν βλάχικα.
-Ο δάσκαλος έκανε παρατηρήσεις στους γονείς τους να μιλούν στα παιδιά ελληνικά και όχι βλάχικα, αλλά κι εκείνοι δέν τα ήξεραν καλά-καλά.
-Τα βλάχικα είναι στην ουσία ρουμάνικα.
Αν και υπάρχει σημαντικός αριθμός ελληναράδων ανάμεσα στους βλάχους τής χώρας μας, αρκετοί είναι αυτοί, κυρίως οι πιο μορφωμένοι, οι οποίοι έχουν πλήρη συναίσθηση, ότι η καταγωγή τους, όχι μόνον η φυλετική, αλλά και η καταγωγή τής γλώσσας τους, των εθίμων τους, των τραγουδιών τους κ.λπ., στα Βαλκάνια πρέπει να αναζητηθεί κι όχι στην αρχαία Ελλάδα.
ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ ΦΙΛΟΙ, ΜΗΝ ΞΥΝΕΣΤΕ ΣΤΗ ΓΚΛΙΤΣΑ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΟΥ ΚΑΙ ΗΡΕΜΕΙΣΤΕ!!! ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΟΡΕΙΝΟ ΑΛΚΑΛΟΧΩΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ!!!ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΑ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΤΟ 1950 ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΕΙΧΑΝ ΤΗ ...ΚΑΚΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΓΑΣ! Ο ΕΡΜΟΣ ΜΕΤΑΞΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΝ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ!! ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ-ΣΤΡΑΤΟΣ ΒΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΑΝΑΛΟΓΩΣ.ΑΨΕΥΔΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΣΟΒΕΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟΣΑ Α
ΚΟΜΗ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΩΡΕΕΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ. ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΙ ΕΓΩ ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΕΥ ΟΥΣΙΑΣ.ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΚΗ & ΒΛΑΧΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΜΟΥ!! ΜΗΝ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΜΕ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΕ. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΣΥΝΕΤΑΞΑΝ ΚΟΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΟΜΙΛΕΙΤΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ 74 ΦΥΛΕΤΙΚΕΣ ΕΘΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ,ΜΙΛΗΣΤΕ ΤΑ ΒΛΑΧΙΚΑ,ΦΟΡΕΣΤΕ ΤΙΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΜΑΣ, ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΥΣ..ΠΟΝΗΡΟΥΣ!!!ΞΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ.......
Δεν ξερω για τους αλλους Βλαχους, αλλα οι Θεσσαλοι Βλαχοι πρεπει να ειναι καθαρως Ελληνες. Οι ορεινοι αυτοι κατοικοι κατεβαιναν μαζι με τους Ρωμαιους εναντια στη Μακεδονια. Απο τοτε αφου συμμαχησαν με τους Ρωμαιους, εμαθαν και τη γλωσσα τους. Δεν μπορω να φανταστω, οτι ανθρωποι απο το βορα κατεβηκαν και εγκατασταθηκαν στα κατσαβραχα του Μετσοβου και του Ασπροποταμου. Πολλα μας λες φιλε Αλη Σουλιωτη, αλλα πολλες ανακριβειες/ Στα Χασια δεν υπερχει ουτε ενας Βλαχος, και το ονομα η Σαρακινα το πηρε απο την Αννα την Σαρακινη, κοταξε στην Ιστορια, νομιζω απο την Αθηνα ηρθε και εδωσε εκει μια μαχη, οταν το Βυζαντιο ειχε καταληφθει απο τους Σταυροφορους.Γεωργιος Γιωτας, απο Αχλαδεα Καλαμπακας, κατοικος Βρεμης/ ifestos@t-online.de
Δημοσίευση σχολίου